Νοέμβριος του 1912...
Κρύα χειμωνιάτικη ημέρα και το κρεμασμένο στον τοίχο ημερολόγιο γράφει 4 του μηνός.
Σηκώθηκα νωρίς το πρωί σήμερα και αφού τακτοποίησα τα ζωντανά -πρόβατα και κατσίκια- που έχουμε στον στάβλο, πήγα στην κουζίνα να φάω τον τραχανά, που κόχλαζε στην τάβα, πάνω από την κατακόκκινη μασίνα.
Οι γονείς μου κάθονται στο ντιβάνι λίγο απόμερα πίνοντας τον ελληνικό καφέ τους, μουρμουρίζοντας κάτι μεταξύ τους, συνωμοτικά, ενώ διακρίνω μια λάμψη στα μάτια τους και μια έξαψη στα πρόσωπά τους.
Κάτι σπουδαίο έχει συμβεί, το νιώθω, και μεμιάς τους ρωτάω με απορία στα παιδικά μου μάτια.
-Ελευθερωθήκαμε, είμαστε λεύτεροι.
Μόνο αυτή την φράση θυμάμαι από το στόμα του πατέρα μου.
Τότε συνειδητοποίησα τί σήμαιναν όλοι αυτοί οι ήχοι, που ακούγονταν τα ξημερώματα από μακριά, από την Αρδέα. Ήταν πυροβολισμοί, ήταν κανονιές, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω.
-Το Σούμπουτσκο είναι ελεύθερο, διώξαμε τους Τούρκους και τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες.
Η φωνή του πατέρα γίνεται όλο και δυνατότερη, λες και θέλει να το πιστέψει πρώτα ο ίδιος, ξεπερνώντας όλες τις μακροχρόνιες φοβίες του, υπό τον φόβο του κατακτητή.
Σε λίγη ώρα η είδηση μεταδίδεται σε όλο το χωριό, και πολλοί ετοιμάζονται να "κατέβουν" στην Αρδέα, να δουν με τα μάτια τους το θαύμα της Ελλάδας, να συμμετάσχουν και αυτοί στους πανηγυρισμούς.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, βγαίνω στην πλατεία και παίρνω τον χωμάτινο δρόμο, για να πάω κι εγώ, μόνος μου, και περνώντας τον ξεροπόταμο Σουσίτσα, βαδίζω με τα πόδια προς την Πριμπόντιστα(Σωσάνδρα).
Αρκετοί χωριανοί με τα ζώα τους-μουλάρια, γαϊδούρια- έχουν ξεκινήσει κι αυτοί για την πρωτεύουσα, όπου εκεί γράφεται ιστορία. Μετά από μιάμιση ώρα ποδαρόδρομου, καταϊδρωμένος, από την έξαψη περισσότερο παρά από την κούραση, φτάνω στην είσοδο της Αρδέας και περνώντας την "Τσέρνα Ρέκα" κατευθύνομαι προς το κέντρο της πόλης.
Ήδη ακούω ξεκάθαρα πολλούς σποραδικούς πυροβολισμούς και οι θριαμβευτικές ιαχές "ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ" με οδηγούν στον προορισμό μου.
Φτάνω στο κέντρο και βλέπω το πλήθος των ανθρώπων να έχουν στήσει μια μορφή πανηγυριού.
Η Ελληνική σημαία κυματίζει, ενώ ένας επιβλητικός παπάς ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Ρωτώντας κάποιον από το πλήθος για την ταυτότητα του παπά, έμαθα ότι τον λένε παπά-Νίκανδρο και ότι αυτός είναι ο ηγέτης ,που οδήγησε στην απελευθέρωση. Το έτος 1908, με παρότρυνση της ηγεσίας του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, χειροτονήθηκε ιερέας και του ανατέθηκε η κρίσιμη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου Καρατζόβας. Από τη θέση αυτή οργάνωσε ομάδα Μακεδονομάχων από τα χωριά Μπάχοβο (Πρόμαχοι), Τσερνέσοβο (Γαρέφι), Τρέσινο (Όρμα), Πόζαρ (Λουτράκι), Στράιτσα (Ίδας), Πρεμπόδιστα (Σωσάνδρα) κ.ά. και συμμετείχε δραστικά στην απόκρουση των σχεδίων των Βουλγάρων κομιτατζήδων να αλλοιώσουν τις συνειδήσεις των Πατριαρχικών γηγενών της περιοχής και στην ενδυνάμωση του ηθικού των καταπιεζόμενων Μακεδόνων.
Ο παπά – Νίκανδρος με συνεχείς αγώνες και με τους άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής, αλλά και σε συνεννόηση με τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος είχε απελευθερώσει ήδη την Έδεσσα, πείθει το Ελληνικό Επιτελείο και έτσι ένα τάγμα με ταγματάρχη τον Ιωάννη Σταματόπουλο μπήκε στην Αρδέα, στις 4 Νοεμβρίου 1912 κι έτσι απελευθερώθηκε η πόλη και η περιοχή της.
Ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος βλέπω και πολλούς Μπαχοβίτες, ήρωες Μακεδονομάχους, που ο πατέρας μου εξιστορούσε το πόσο γενναία πολεμούσαν ενάντια στους Βουλγάρους και τους Τούρκους. Νιώθω υπερηφάνεια γι αυτούς. Για τους χωριανούς μου, που ποτέ δεν δείλιασαν, ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι και αντιστάθηκαν με πείσμα, και τελικά οι αγώνες τους για ελεύθερη Ελλάδα, Μακεδονία, δικαιώθηκαν.
Μετά από ώρες τελικά επέστρεψα στο σπίτι και παρά το πολύ ξύλο που έφαγα από τον πατέρα μου, για την απερίσκεπτη αυτή μου ενέργεια να το σκάσω χωρίς να ενημερώσω κανέναν, με τα μάγουλά μου κατακόκκινα, κάθομαι στο παράθυρο και αγναντεύω τον ελεύθερο πλέον κάμπο της Καρατζόβας με βλέμμα χαμογελαστό.
Ασυναίσθητα μου έρχονται στο νου κάποιες φράσεις που είπε ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης γνωστός σαν καπετάν-Ακρίτας του Βερμίου, για τους Μπαχοβίτες...
«…Εἶναι ἄνθρωποι ἄξιοι μελέτης…ἄνευ γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἄνευ κατηχήσεως ἐθνικῆς, ἔρχονται μή ζητοῦντες τίποτε. Οὖτε χρήματα, οὖτε ἐνδύματα, οὖτε ὅπλον ἀν δέν τούς δώσεις. Πειθαρχικότατοι καί ἀνθεκτικοί….Ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ στωικότης των εἶναι ἄξιαι μνείας. Ὅταν ἀκοῦν ὅτι ἑλληνικόν σῶμα θά μεταβεῖ εἰς τό χωρίον τους τά μάτια τους ἀστράπτουν καί μειδιοῦν. …Τί εἶναι αὐτό πού τούς ὑποκινεῖ… Ποίαν δύναμιν ἔχει ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἥν ἐπί τόσα ἔτη ἀφήσαμεν ἀνεκμετάλλευτον!…».
Πηγή: promahi-nea.blogspot.gr
Κρύα χειμωνιάτικη ημέρα και το κρεμασμένο στον τοίχο ημερολόγιο γράφει 4 του μηνός.
Σηκώθηκα νωρίς το πρωί σήμερα και αφού τακτοποίησα τα ζωντανά -πρόβατα και κατσίκια- που έχουμε στον στάβλο, πήγα στην κουζίνα να φάω τον τραχανά, που κόχλαζε στην τάβα, πάνω από την κατακόκκινη μασίνα.
Οι γονείς μου κάθονται στο ντιβάνι λίγο απόμερα πίνοντας τον ελληνικό καφέ τους, μουρμουρίζοντας κάτι μεταξύ τους, συνωμοτικά, ενώ διακρίνω μια λάμψη στα μάτια τους και μια έξαψη στα πρόσωπά τους.
Κάτι σπουδαίο έχει συμβεί, το νιώθω, και μεμιάς τους ρωτάω με απορία στα παιδικά μου μάτια.
-Ελευθερωθήκαμε, είμαστε λεύτεροι.
Μόνο αυτή την φράση θυμάμαι από το στόμα του πατέρα μου.
Τότε συνειδητοποίησα τί σήμαιναν όλοι αυτοί οι ήχοι, που ακούγονταν τα ξημερώματα από μακριά, από την Αρδέα. Ήταν πυροβολισμοί, ήταν κανονιές, δεν μπορούσα να ξεχωρίσω.
-Το Σούμπουτσκο είναι ελεύθερο, διώξαμε τους Τούρκους και τους Βούλγαρους Κομιτατζήδες.
Η φωνή του πατέρα γίνεται όλο και δυνατότερη, λες και θέλει να το πιστέψει πρώτα ο ίδιος, ξεπερνώντας όλες τις μακροχρόνιες φοβίες του, υπό τον φόβο του κατακτητή.
Σε λίγη ώρα η είδηση μεταδίδεται σε όλο το χωριό, και πολλοί ετοιμάζονται να "κατέβουν" στην Αρδέα, να δουν με τα μάτια τους το θαύμα της Ελλάδας, να συμμετάσχουν και αυτοί στους πανηγυρισμούς.
Χωρίς να το πολυσκεφτώ, βγαίνω στην πλατεία και παίρνω τον χωμάτινο δρόμο, για να πάω κι εγώ, μόνος μου, και περνώντας τον ξεροπόταμο Σουσίτσα, βαδίζω με τα πόδια προς την Πριμπόντιστα(Σωσάνδρα).
Αρκετοί χωριανοί με τα ζώα τους-μουλάρια, γαϊδούρια- έχουν ξεκινήσει κι αυτοί για την πρωτεύουσα, όπου εκεί γράφεται ιστορία. Μετά από μιάμιση ώρα ποδαρόδρομου, καταϊδρωμένος, από την έξαψη περισσότερο παρά από την κούραση, φτάνω στην είσοδο της Αρδέας και περνώντας την "Τσέρνα Ρέκα" κατευθύνομαι προς το κέντρο της πόλης.
Ήδη ακούω ξεκάθαρα πολλούς σποραδικούς πυροβολισμούς και οι θριαμβευτικές ιαχές "ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΣ" με οδηγούν στον προορισμό μου.
Φτάνω στο κέντρο και βλέπω το πλήθος των ανθρώπων να έχουν στήσει μια μορφή πανηγυριού.
Η Ελληνική σημαία κυματίζει, ενώ ένας επιβλητικός παπάς ξεχωρίζει ανάμεσά τους. Ρωτώντας κάποιον από το πλήθος για την ταυτότητα του παπά, έμαθα ότι τον λένε παπά-Νίκανδρο και ότι αυτός είναι ο ηγέτης ,που οδήγησε στην απελευθέρωση. Το έτος 1908, με παρότρυνση της ηγεσίας του Ελληνικού Προξενείου Θεσσαλονίκης, χειροτονήθηκε ιερέας και του ανατέθηκε η κρίσιμη θέση του Αρχιερατικού Επιτρόπου Καρατζόβας. Από τη θέση αυτή οργάνωσε ομάδα Μακεδονομάχων από τα χωριά Μπάχοβο (Πρόμαχοι), Τσερνέσοβο (Γαρέφι), Τρέσινο (Όρμα), Πόζαρ (Λουτράκι), Στράιτσα (Ίδας), Πρεμπόδιστα (Σωσάνδρα) κ.ά. και συμμετείχε δραστικά στην απόκρουση των σχεδίων των Βουλγάρων κομιτατζήδων να αλλοιώσουν τις συνειδήσεις των Πατριαρχικών γηγενών της περιοχής και στην ενδυνάμωση του ηθικού των καταπιεζόμενων Μακεδόνων.
Ο παπά – Νίκανδρος με συνεχείς αγώνες και με τους άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής, αλλά και σε συνεννόηση με τον Ελληνικό Στρατό, ο οποίος είχε απελευθερώσει ήδη την Έδεσσα, πείθει το Ελληνικό Επιτελείο και έτσι ένα τάγμα με ταγματάρχη τον Ιωάννη Σταματόπουλο μπήκε στην Αρδέα, στις 4 Νοεμβρίου 1912 κι έτσι απελευθερώθηκε η πόλη και η περιοχή της.
Ανάμεσα στο συγκεντρωμένο πλήθος βλέπω και πολλούς Μπαχοβίτες, ήρωες Μακεδονομάχους, που ο πατέρας μου εξιστορούσε το πόσο γενναία πολεμούσαν ενάντια στους Βουλγάρους και τους Τούρκους. Νιώθω υπερηφάνεια γι αυτούς. Για τους χωριανούς μου, που ποτέ δεν δείλιασαν, ποτέ δεν έσκυψαν το κεφάλι και αντιστάθηκαν με πείσμα, και τελικά οι αγώνες τους για ελεύθερη Ελλάδα, Μακεδονία, δικαιώθηκαν.
Μετά από ώρες τελικά επέστρεψα στο σπίτι και παρά το πολύ ξύλο που έφαγα από τον πατέρα μου, για την απερίσκεπτη αυτή μου ενέργεια να το σκάσω χωρίς να ενημερώσω κανέναν, με τα μάγουλά μου κατακόκκινα, κάθομαι στο παράθυρο και αγναντεύω τον ελεύθερο πλέον κάμπο της Καρατζόβας με βλέμμα χαμογελαστό.
Ασυναίσθητα μου έρχονται στο νου κάποιες φράσεις που είπε ο Κωνσταντίνος Μαζαράκης γνωστός σαν καπετάν-Ακρίτας του Βερμίου, για τους Μπαχοβίτες...
«…Εἶναι ἄνθρωποι ἄξιοι μελέτης…ἄνευ γνώσεως τῆς ἑλληνικῆς γλώσσης, ἄνευ κατηχήσεως ἐθνικῆς, ἔρχονται μή ζητοῦντες τίποτε. Οὖτε χρήματα, οὖτε ἐνδύματα, οὖτε ὅπλον ἀν δέν τούς δώσεις. Πειθαρχικότατοι καί ἀνθεκτικοί….Ἡ ἐγκαρτέρησις καί ἡ στωικότης των εἶναι ἄξιαι μνείας. Ὅταν ἀκοῦν ὅτι ἑλληνικόν σῶμα θά μεταβεῖ εἰς τό χωρίον τους τά μάτια τους ἀστράπτουν καί μειδιοῦν. …Τί εἶναι αὐτό πού τούς ὑποκινεῖ… Ποίαν δύναμιν ἔχει ὁ Ἑλληνισμός καί ἡ Ὀρθοδοξία, ἥν ἐπί τόσα ἔτη ἀφήσαμεν ἀνεκμετάλλευτον!…».
Πηγή: promahi-nea.blogspot.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.
Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.