Για άλλη μια φορά έχω αργήσει, επιβεβαιώνοντας την πεποίθηση, ότι είμαι ένας οικτρά αποτυχημένος διαχειριστής του χρόνου μου.
Οδηγώντας στα όρια του κώδικα και αδιαφορώντας για τις δεκάδες διάσπαρτες λακκούβες του οδοστρώματος, εισέρχομαι στην, καλυμμένη με το αιώνιο πέπλο ομίχλη της, πόλη, ενώ τα κίτρινα φώτα, που την περιλούζουν, την κάνουν να μοιάζει με ένα εξωπραγματικό Ουτοπικό σκηνικό.
Προσεγγίζοντας το φωταγωγημένο Ξενιτίδειο, όπου θα γίνει η προγραμματισμένη παρουσίαση του βιβλίου του φίλου Ευάγγελου Τσαβδάρη, μπορώ να διακρίνω φιγούρες ανθρώπων έξω από αυτό, να συγχνοτίζονται σε πηγαδάκια και να συζητούν, τυλιγμένοι στα χοντρά πανωφόρια τους, προσπαθώντας να ζεσταθούν, δεδομένης της Φθινοπωρινής παγωνιάς, που επικρατεί.
Αφήνοντας πίσω μου τον Garry Moore να ωρύεται κάνοντας τη κιθάρα του να «κλαίει» με το Parisienne walkways στο πλέυερ του αυτοκινήτου μου, δρασκελίζω βιαστικά το οδόστρωμα και φτάνω στο εξωτερικό του κτιρίου.
Με δεδομένη την δυσχέρεια στην όρασή μου τα βράδια, λόγω της φωτοφοβίας μου, κοντοστέκομαι μερικά δευτερόλεπτα για να προσαρμοστώ και μετά από λίγο, αναγνωρίζω καθαρά, πρόσωπα και αντικείμενα.
Χαιρετώ γνωστούς και φίλους, που όλοι είναι εκεί, για να μετάσχουν στην χαρά του κοινού μας φίλου Βαγγέλη, σε αυτή την παρθενική του πτήση στον μεθυστικό ουρανό της ποίησης.
Μπαίνοντας στην κεντρική αίθουσα του αμφιθεάτρου, μια γλυκιά ζέστη με αγκαλιάζει αμέσως και ελέγχοντας να καταλάβω μια βολική θέση, από την οποία θα μπορώ να βλέπω και να ακούω καθαρά, θρονιάζομαι σε μια κόκκινη πολυθρόνα, ξεφυσώντας με ανακούφιση, αφού πρόλαβα να είμαι έγκαιρα στην εκδήλωση.
Στην κεντρική μεγάλη σκηνή, όλα είναι στη θέση τους. Το κεντρικό αναλόγιο, το τραπέζι με τους παρουσιαστές-εκφωνητές των ποιημάτων και απέναντι το τραπέζι με τους επίσημους καλεσμένους, με το κεντρικό πρόσωπο της βραδιάς, τον Βαγγέλη, φανερά αγχωμένο, να συμβουλεύεται διαρκώς τις σημειώσεις του.
Στην άκρια της σκηνής μια διακριτική γλάστρα με μια πολύχρωμη σύνθεση από λουλούδια και μια αλυσίδα από μικρά αρωματικά κεράκια, σαν μια σιδηροδρομική αμαξοστοιχία, με παραπέμπουν ασυναίσθητα στο orient express, ενώ πίσω από μια κουρτίνα στο βάθος της σκηνής, ακούγονται οι μουσικοί της εκδήλωσης να κουρδίζουν τα όργανά τους.
Το αμφιθέατρο σχεδόν γέμισε και με ένα νεύμα του Βαγγέλη, τα φώτα χαμηλώνουν και ξεκινάει το ταξίδι, ένα ταξίδι που όπως αναμενόταν, μας μάγεψε όλους, που χωρέσαμε σ’ αυτή την βάρκα του πολιτισμού, σε αυτή την «Αργώ» της μυθοπλασίας, με προορισμό την κάθαρση και την αλληγορική αρπαγή του «χρυσόμαλλου δέρατος».
Ο παρουσιαστής δημοσιογράφος της Pellatv που κλήθηκε τελευταία στιγμή, έδωσε το έναυσμα, ο αντιδήμαρχος σκόρπισε ρίγος με τα συγκινητικά του λόγια, η μουσικολόγος τοποθέτησε τον ποιητή στο πεντάγραμμο των συναισθηματικών αναζητήσεων με το κρεσέντο της γι αυτόν, ενώ ο εκπρόσωπος του «Ινφογνώμονα», έπλεξε το εγκώμιο των Αλμωπαίων και του ταλέντου του Βαγγέλη.
Ακολούθησε ένας ατέρμων, γλυκός, σχεδόν ψυχαναλυτικός διάλογος, μια «Ιερά Εξέταση» συναισθημάτων, μεταξύ του Ποιητή και του παλιού δασκάλου του, όπου θαρρούσα, πως ο «κύκλος των χαμένων ποιητών» ωχριούσε, μπροστά σε αυτό που ζούσα.
Ενότητες από το έργο του Βαγγέλη, παρελαύνουν, ποιήματα εκφωνούνται από τους γλυκόλαλους παρουσιαστές, αέρινα, σαγηνευτικά, ενώ η μουσική του πιάνου, της κιθάρας και του κλαρινέτου, μου δίνουν την αίσθηση, ότι με παρασύρουν στο βυθό, στη μέθεξη. Ότι, "διαβολικές" Σειρήνες μου χαϊδεύουν τα αισθητήρια και πως δεν μπορώ να αντισταθώ στο αποπλανητικό τους κάλεσμα, πως το κατάρτι της βάρκας, όπου προσπαθούν να με αλυσοδέσουν οι αναστολές μου, δεν υφίσταται, πως το πλεούμενο στο οποίο επιβαίνω, όντως έχει πόδια, φτερά, και πως τίποτα δεν θα εμποδίσει την απογείωση προς την Ουτοπία.
Παρακολουθούσα αποσβολωμένος, όλο αυτό το ποιητικό γαϊτανάκι, όπου ο «Ιεροεξεταστής» δάσκαλος, ξεγύμνωνε τον «μάγο» μαθητή, ρίχνοντάς τον στη φωτιά του ηφαιστειακού ψυχισμού. Από την Ελένη του Ευριπίδη, στην Οιδιπόδεια αγάπη της μητέρας, από τον φόβο του σωματικού θανάτου, στον φόβο του ανολοκλήρωτου Έρωτα, από την ψυχοθεραπευτική Ουσία του Γιάλομ, στην ερωτική αναρχία του Μπουκόφσκι.
Ο Βαγγέλης με ασυνήθιστα χαμηλή φωνή, σωστός χείμαρρος, οδηγούσε το ταξίδι στο αχανές βαθυγάλαζο πέλαγος, χαράσσοντας τη ρώτα προς την τελική κάθαρση, οδηγώντας μας μέσα από περιπετειώδη περάσματα, Σκύλλες και Χάρυβδες, Κύκλωπες και Λωτοφάγους, δείχνοντας με τη γραφή του, πως ο αέναος αγώνας, με την Πηνελόπεια υπομονή και την καρτερικότητα, βρίσκει τελικά την ενσάρκωση των επιθυμιών, στον ολόλευκο ευθυτενή καπνό της καμινάδας του σπιτιού, της πολυπόθητης Ιθάκης.
Παρακάμπτοντας τον πλούσιο μπουφέ, όντας αντισυμβατικός χαρακτήρας, και κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ αντικοινωνικός, βγαίνω έξω και η βραδινή παγωνιά με κάνει να αντισταθώ στο κάλεσμα του οργανισμού μου να προσγειωθώ, να επανέλθω στην πεζή πραγματικότητα.
Οδηγώντας προς τη βάση μου, τους Προμάχους, κι έχοντας τον Peter Hammill στο ράδιο να αναρωτιέται ποιον δρόμο θα πάρουν τα πουλιά(birds), ένα αίσθημα αγαλλίασης με πλημμύρισε και μια αδιαμφισβήτητη πεποίθηση, ότι παρά τις δικές μου ατελέσφορες αναζητήσεις, ο Ευάγγελος Τσαβδάρης έχει βρει τον δρόμο, έχει στοχεύσει διάνα στο είδωλο του ψυχικού του καθρέφτη και πως μπορεί να αποτελέσει με την γραφή του, τον «από μηχανής θεό» για την τελική πράξη, στην αναγεννητική ψυχική Τραγωδία πολλών από εμάς.
Ευγε Βαγγελη.....δεν εχω λογια...
ΑπάντησηΔιαγραφή