Ήταν ένα παράθυρο στο παλιό μας το σπίτι. Χαμηλό όπως ήταν, από μικρό παιδί μ’ έβαζε εκεί μπροστά του η μάνα μου, όρθιο πάνω στο μικρό κρεβατάκι για να με βλέπει και να τη βλέπω, τις ώρες που εκείνη έκανε δουλειές έξω στην αυλή. Και τη χαιρετούσα εγώ από μέσα σαν την έβλεπα να με κοιτάζει και δώστου εκείνη μου έστελνε φιλιά με το χέρι της..!
Αργότερα, λίγο μεγαλύτερος, συνήθισα να κάθομαι μπροστά του και μόνος μου. Σαν τέλειωνα τα διαβάσματα, έπιανα εκεί τη θέση μου και κοίταζα έξω απ’ το τζάμι ώρες ολόκληρες. Και τι δεν έβλεπα απ’ αυτό… Τον κόσμο ολόκληρο!
Έβλεπα το όμορφο ξημέρωμα. Έναν χρυσό ήλιο να βγαίνει απ’ τα βουνά και να φωτίζει όλη την πλάση. Με τις αχτίδες του να διαλύει τα σκοτάδια της νύχτας και να δίνει σ’ όλη τη γη τη χαρά της ζωής. Ενώ προχωρούσε η μέρα μέσα απ’ το καθαρό γυαλί του, έβλεπα ακόμα, ανθρώπους γελαστούς, ανθρώπους στεναχωρημένους, άλλους να περπατάνε βιαστικά για να πάνε στις δουλειές τους και άλλους να επιστρέφουν κουρασμένοι απ’ αυτές. Επίσης κοίταζα φορτωμένα αυτοκίνητα, ζώα και κάρα να πηγαινοέρχονται στο δρόμο και προπαντός μικρά παιδιά με κοντά παντελόνια, να τρέχουν και να παίζουν στις αλάνες, μανάδες να τα κρατάνε απ’ το χέρι τους, γιαγιάδες τα απογεύματα να κάθονται στα πεζούλια και να μιλάνε, νέους και νέες να κάνουν βόλτα στη γειτονιά και να τραγουδάνε.
Μετά, σαν έπεφτε ο ήλιος να κρυφτεί κουρασμένος απ’ το ταξίδι του στο στερέωμα, έβλεπα να έρχεται το δειλινό και το σούρουπο. Καί τα δύο έφταναν στα μάτια μου μελαγχολικά αλλά και γιορτινά συγχρόνως, καθώς τώρα μέσα στο σκοτάδι, έκαναν την εμφάνισή τους και το φεγγάρι με τα’ αστέρια του. Η «παρέα» σιωπηλή μέσα στο «κατακάθι» της νύχτας, έστελνε από εκεί ψηλά πάνω στη γη, «χρυσά» μηνύματα ελπίδας για την αυριανή μέρα που θα ξημέρωνε. Τότε το παράθυρο έκλεινε και οι κουρτίνες έμπαιναν μπροστά του..!
Αλλά και πόσο ακόμα απ’ το παράθυρο αυτό χαιρόμουνα και τον κήπο μας την Άνοιξη! Τον κήπο μας με τα όμορφα τα δροσερά του τα λουλούδια , που ξεπετάγονταν απ’ τη γη, τα παρτέρια και τους φράχτες, συναγωνιζόμενα στο κάλλος τους τ’ ανθισμένα δένδρα με τα ποικιλόχρωμα άνθη τους. Βλέποντάς τα ο φτωχός, πώς να περιγράψω σήμερα με γράμματα, τις ανθοστόλιστες μηλιές, τις κορομηλιές και τις αχλαδιές, τις κατακόκκινες και ροζ τριανταφυλλιές μαζί με τα μοβ και τα γαλάζια ζουμπούλια, που κάθε χρόνο την εποχή αυτή, ζωντάνευαν εδώ και στόλιζαν το Πάσχα τον Επιτάφιο! Όνειρο η ζωή, όταν βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα τέτοιο παράθυρο και μάλιστα με τα μάτια και τη φαντασία ενός μικρού παιδιού!
Ωστόσο από το παράθυρο δεν έβλεπες μονάχα τους καλούς καιρούς και τις καλές τις μέρες. Έβλεπες και τους παγωμένους χειμώνες με τους βοριάδες τους και τις ξαφνικές τις μπόρες μέσα σ’ εκείνα τα ζεστά και «ονειρεμένα» καλοκαίρια. Μοναδικές εδώ και αξέχαστες οι εικόνες με τα σύννεφα να συγκεντρώνονται στον ουρανό και να σκοτεινιάζουν τη μέρα. Μετά από λίγο, χοντρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν με θόρυβο στην αυλή μας και πολλές απ’ αυτές με τον αέρα να έρχονται και να χτυπούν το τζάμι στο παράθυρο, βγάζοντας εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο. Στη θέα του φαινομένου και με τον κόσμο έξω να τρέχει να προλάβει να μπει κάτω από υπόστεγα και μέσα στα σπίτια του, η καρδιά χτυπούσε δυνατά και από φόβο τα μικρά χεράκια έκλειναν τα μάτια στη σκέψη ενός νέου «κατακλυσμού» του Θεού. Το «Ουράνιο Τόξο» όμως με τα χίλια χρώματα, που έβγαινε μετά στον ορίζοντα, έδιωχνε κάθε τέτοια σκέψη και υποψία
Όμως και εκείνο το χιόνι, το κάτασπρο χιόνι το χειμώνα, πόσο όμορφο ήταν! Το χιόνι που οι νιφάδες του, μετά από έναν τρελό χορό έπεφταν στην αυλή του σπιτιού μας, πάνω στα δέντρα μας, μακριά στα χωράφια και σε όλον τον κάμπο, όσο έβλεπαν μπροστά τα μάτια μου, αλλάζοντας έτσι όλο το σκηνικό της φύσης γύρω! Και όσο έβλεπα το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει τα πάντα και όσο έβαζα με τη φαντασία μου πόσο πολύ μπορεί να είναι το κρύο έξω από το παράθυρο, τόσο κοίταζα, μάλιστα με πολλή ευχαρίστηση, μέσα στο δωμάτιο εκείνη τη σόμπα μας με τα ξύλα που έκαιγε κατακόκκινη και μπουμπούνιζε! Μαζί της μέσα στο χώρο που ήμουνα, πραγματικά πόσο πολύ αισθανόμουνα ασφαλής και προστατευμένος από τις επικρατούσες έξω, δύσκολες καιρικές συνθήκες..!
Αυτό ήταν το «παράθυρο»! Το αγαπημένο μου παράθυρο, από το οποίο όλα τα έβλεπα τότε στον κόσμο μου, «απευθείας», « ζωντανά», όλα «αμοντάριστα» και «αληθινά», χωρίς τα τρικ και τα εφέ της ψεύτικης εικόνας, που έμαθα αργότερα να βλέπω σε κάποια άλλα «παράθυρα», εκείνα της τηλεόρασης και του διαδικτύου.
Αλήθεια και τα δύο παράθυρα τα λέμε! Και στα δύο βλέπεις τον κόσμο έξω από σένα. Μόνο που στο παράθυρο της «σύγχρονης εξέλιξης» βλέπεις με τα μάτια των «άλλων». Όπως θέλουν αυτοί να βλέπεις τον κόσμο. Τη μια βίαιο και σκληρό και γενικά στο σύνολό του κακό και την άλλη δήθεν «παραδεισένιο», ίσα-ίσα για να σε κρατάνε στη ζωή με «ψεύτικες» και «φρούδες» ελπίδες!
Έτσι… για να ξεχάσεις εκείνο το παράθυρο του σπιτιού σου, που έβλεπες τον κόσμο με τα «δικά» σου τα μάτια και οι εικόνες του κόσμου μπροστά σου ήταν αυθεντικές! Επιπλέον, ευχάριστες και σήμερα νοσταλγικές!
Δυστυχώς τώρα, έτσι μας έκαναν να βλέπουμε τον κόσμο μας!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Αργότερα, λίγο μεγαλύτερος, συνήθισα να κάθομαι μπροστά του και μόνος μου. Σαν τέλειωνα τα διαβάσματα, έπιανα εκεί τη θέση μου και κοίταζα έξω απ’ το τζάμι ώρες ολόκληρες. Και τι δεν έβλεπα απ’ αυτό… Τον κόσμο ολόκληρο!
Έβλεπα το όμορφο ξημέρωμα. Έναν χρυσό ήλιο να βγαίνει απ’ τα βουνά και να φωτίζει όλη την πλάση. Με τις αχτίδες του να διαλύει τα σκοτάδια της νύχτας και να δίνει σ’ όλη τη γη τη χαρά της ζωής. Ενώ προχωρούσε η μέρα μέσα απ’ το καθαρό γυαλί του, έβλεπα ακόμα, ανθρώπους γελαστούς, ανθρώπους στεναχωρημένους, άλλους να περπατάνε βιαστικά για να πάνε στις δουλειές τους και άλλους να επιστρέφουν κουρασμένοι απ’ αυτές. Επίσης κοίταζα φορτωμένα αυτοκίνητα, ζώα και κάρα να πηγαινοέρχονται στο δρόμο και προπαντός μικρά παιδιά με κοντά παντελόνια, να τρέχουν και να παίζουν στις αλάνες, μανάδες να τα κρατάνε απ’ το χέρι τους, γιαγιάδες τα απογεύματα να κάθονται στα πεζούλια και να μιλάνε, νέους και νέες να κάνουν βόλτα στη γειτονιά και να τραγουδάνε.
Μετά, σαν έπεφτε ο ήλιος να κρυφτεί κουρασμένος απ’ το ταξίδι του στο στερέωμα, έβλεπα να έρχεται το δειλινό και το σούρουπο. Καί τα δύο έφταναν στα μάτια μου μελαγχολικά αλλά και γιορτινά συγχρόνως, καθώς τώρα μέσα στο σκοτάδι, έκαναν την εμφάνισή τους και το φεγγάρι με τα’ αστέρια του. Η «παρέα» σιωπηλή μέσα στο «κατακάθι» της νύχτας, έστελνε από εκεί ψηλά πάνω στη γη, «χρυσά» μηνύματα ελπίδας για την αυριανή μέρα που θα ξημέρωνε. Τότε το παράθυρο έκλεινε και οι κουρτίνες έμπαιναν μπροστά του..!
Αλλά και πόσο ακόμα απ’ το παράθυρο αυτό χαιρόμουνα και τον κήπο μας την Άνοιξη! Τον κήπο μας με τα όμορφα τα δροσερά του τα λουλούδια , που ξεπετάγονταν απ’ τη γη, τα παρτέρια και τους φράχτες, συναγωνιζόμενα στο κάλλος τους τ’ ανθισμένα δένδρα με τα ποικιλόχρωμα άνθη τους. Βλέποντάς τα ο φτωχός, πώς να περιγράψω σήμερα με γράμματα, τις ανθοστόλιστες μηλιές, τις κορομηλιές και τις αχλαδιές, τις κατακόκκινες και ροζ τριανταφυλλιές μαζί με τα μοβ και τα γαλάζια ζουμπούλια, που κάθε χρόνο την εποχή αυτή, ζωντάνευαν εδώ και στόλιζαν το Πάσχα τον Επιτάφιο! Όνειρο η ζωή, όταν βλέπεις τον κόσμο μέσα από ένα τέτοιο παράθυρο και μάλιστα με τα μάτια και τη φαντασία ενός μικρού παιδιού!
Ωστόσο από το παράθυρο δεν έβλεπες μονάχα τους καλούς καιρούς και τις καλές τις μέρες. Έβλεπες και τους παγωμένους χειμώνες με τους βοριάδες τους και τις ξαφνικές τις μπόρες μέσα σ’ εκείνα τα ζεστά και «ονειρεμένα» καλοκαίρια. Μοναδικές εδώ και αξέχαστες οι εικόνες με τα σύννεφα να συγκεντρώνονται στον ουρανό και να σκοτεινιάζουν τη μέρα. Μετά από λίγο, χοντρές σταγόνες της βροχής να πέφτουν με θόρυβο στην αυλή μας και πολλές απ’ αυτές με τον αέρα να έρχονται και να χτυπούν το τζάμι στο παράθυρο, βγάζοντας εκείνον τον χαρακτηριστικό ήχο. Στη θέα του φαινομένου και με τον κόσμο έξω να τρέχει να προλάβει να μπει κάτω από υπόστεγα και μέσα στα σπίτια του, η καρδιά χτυπούσε δυνατά και από φόβο τα μικρά χεράκια έκλειναν τα μάτια στη σκέψη ενός νέου «κατακλυσμού» του Θεού. Το «Ουράνιο Τόξο» όμως με τα χίλια χρώματα, που έβγαινε μετά στον ορίζοντα, έδιωχνε κάθε τέτοια σκέψη και υποψία
Όμως και εκείνο το χιόνι, το κάτασπρο χιόνι το χειμώνα, πόσο όμορφο ήταν! Το χιόνι που οι νιφάδες του, μετά από έναν τρελό χορό έπεφταν στην αυλή του σπιτιού μας, πάνω στα δέντρα μας, μακριά στα χωράφια και σε όλον τον κάμπο, όσο έβλεπαν μπροστά τα μάτια μου, αλλάζοντας έτσι όλο το σκηνικό της φύσης γύρω! Και όσο έβλεπα το χιόνι να πέφτει και να σκεπάζει τα πάντα και όσο έβαζα με τη φαντασία μου πόσο πολύ μπορεί να είναι το κρύο έξω από το παράθυρο, τόσο κοίταζα, μάλιστα με πολλή ευχαρίστηση, μέσα στο δωμάτιο εκείνη τη σόμπα μας με τα ξύλα που έκαιγε κατακόκκινη και μπουμπούνιζε! Μαζί της μέσα στο χώρο που ήμουνα, πραγματικά πόσο πολύ αισθανόμουνα ασφαλής και προστατευμένος από τις επικρατούσες έξω, δύσκολες καιρικές συνθήκες..!
Αυτό ήταν το «παράθυρο»! Το αγαπημένο μου παράθυρο, από το οποίο όλα τα έβλεπα τότε στον κόσμο μου, «απευθείας», « ζωντανά», όλα «αμοντάριστα» και «αληθινά», χωρίς τα τρικ και τα εφέ της ψεύτικης εικόνας, που έμαθα αργότερα να βλέπω σε κάποια άλλα «παράθυρα», εκείνα της τηλεόρασης και του διαδικτύου.
Αλήθεια και τα δύο παράθυρα τα λέμε! Και στα δύο βλέπεις τον κόσμο έξω από σένα. Μόνο που στο παράθυρο της «σύγχρονης εξέλιξης» βλέπεις με τα μάτια των «άλλων». Όπως θέλουν αυτοί να βλέπεις τον κόσμο. Τη μια βίαιο και σκληρό και γενικά στο σύνολό του κακό και την άλλη δήθεν «παραδεισένιο», ίσα-ίσα για να σε κρατάνε στη ζωή με «ψεύτικες» και «φρούδες» ελπίδες!
Έτσι… για να ξεχάσεις εκείνο το παράθυρο του σπιτιού σου, που έβλεπες τον κόσμο με τα «δικά» σου τα μάτια και οι εικόνες του κόσμου μπροστά σου ήταν αυθεντικές! Επιπλέον, ευχάριστες και σήμερα νοσταλγικές!
Δυστυχώς τώρα, έτσι μας έκαναν να βλέπουμε τον κόσμο μας!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
βλεπεις με τα ματια των άλλων! Στρατηγέ πάλι έγραψες!
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ γι' αυτά που γράψατε. Ποιός μπορούσε να φανταστεί τι θα χάναμε μ' αυτά τα ψεύτικα παράθυρα !
ΑπάντησηΔιαγραφήΤο κείμενο δεν εκφράζει και τις δικές μας απόψεις;
Διαγραφή