Τον Μάρτιο του 2020, μέσα στην κρίση του κορονοϊού, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Αντωνίας Παπαδάκη-Κεκλίκογλου με τίτλο Τα Λουτρά Πόζαρ και υπότιτλο Μια μικρή υδροπολιτεία με μεγάλη ιστορία. Μία κακή στιγμή ίσως για μια νέα έκδοση, αλλά και καίρια αφού πρόκειται για ένα βιβλίο που μέσα από μια ευρύτερη προοπτική ασχολείται με την υγεία.
Η συγγραφέας είναι έμπειρη με αρκετούς τίτλους ήδη στο ενεργητικό της και με δύο διδακτορικές διατριβές, μία στον τομέα της αρχαιολογίας και μία στης ιστορίας και παιδαγωγικής. Επίσης, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως φιλόλογος και ως σχολική σύμβουλος φιλολόγων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτές οι ιδιότητές της εξηγούν ίσως την αναλυτική παρουσίαση ενός ευρύτατου διεπιστημονικού πλαισίου πριν καταλήξει στο κυρίως θέμα της, τα Λουτρά Πόζαρ.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, με τίτλο Η ιστορία του λουτρού στον χώρο και τον χρόνο, η συγγραφέας, παραπέμποντας κατ’ αρχάς στη μυθολογία, την αρχαιολογία και την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, αναφέρεται στις καθαρτικές, θεραπευτικές, εξαγνιστικές και θρησκευτικές ιδιότητες του νερού, και τελικά επικεντρώνεται στα θερμά λουτρά και τις θερμές πηγές κατά την αρχαιότητα.
Στη συνέχεια αναφέρεται στα βυζαντινά λουτρά τα οποία ήταν σημαντικά, όπως πιστοποιούν τα κτίσματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις και οι αναφορές στα ιατρικά συγγράμματα της εποχής. Γίνεται επίσης μνεία και στις φυσικές θερμές πηγές τις οποίες κάποιοι βυζαντινοί αυτοκράτορες επισκέπτονταν για θεραπευτικούς λόγους.
Τα μουσουλμανικά λουτρά ακολουθούν τα βυζαντινά πρότυπα με μία σημαντική διαφορά: το νερό δεν πρέπει να είναι στάσιμο αλλά τρεχούμενο, οπότε οι λουτήρες αντικαθίστανται από κρήνες και οι θερμές πισίνες από εφιδρωτικές αίθουσες, δηλ. τα λουτρά μετατρέπονται σε χαμάμ. Αυτά, καθώς βρίσκονταν στις αγορές των πόλεων, ήταν τόποι ανάπαυσης, υγιεινής, θεραπείας αλλά και συναναστροφής και διασκέδασης ανδρών και γυναικών. Γλαφυρή είναι η αφήγηση που παρατίθεται του γάλλου ρομαντικού Τεοφίλ Γκωτιέ, ο οποίος κατά την επίσκεψή του σε χαμάμ της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του 19ου αιώνα δήλωσε ότι βγήκε τόσο ανάλαφρος που του φαινόταν ότι άγγελοι του ουρανού περπατούσαν πλάι του.
Τέλος, υπάρχει μια σύντομη αναφορά στα λουτρά της Ευρώπης από τον μεσαίωνα κ.ε., η λειτουργία των οποίων υπέστη ποικίλες διακυμάνσεις λόγω ιστορικών και θρησκευτικών αιτίων και λόγω της διάδοσης μολυσματικών ασθενειών. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση και ιδίως από τον 19ο αιώνα άρχισαν να λειτουργούν υδροθεραπευτήρια σε όλη την Ευρώπη, κατόπιν μάλιστα ιατρικών συστάσεων.
Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Η ανάπτυξη των λουτροπόλεων στην Ελλάδα, η συγγραφέας ασχολείται κατ’ αρχάς με τη γεωθερμική ενέργεια. Στον ελληνικό χώρο οι θερμές πηγές είναι αποτέλεσμα μεγάλων τεκτονικών ή μεταηφαιστειακών γεγονότων και υπάρχει πλούτος θερμομεταλλικών πηγών, από τις οποίες όμως μόνο το 20% είναι χαρακτηρισμένες ως ιαματικές. Η θεραπευτική τους επίδραση οφείλεται στα διαλυμένα άλατα, τα ιχνοστοιχεία και τα διαλυμένα αέρια που περιέχουν και τα οποία φτάνουν στον οργανισμό είτε μέσω του δέρματος κατά τη λουτροθεραπεία, είτε μέσω του πεπτικού συστήματος και του αίματος κατά την ποσιθεραπεία.
Ακολουθεί μία διεξοδική ιστορική επισκόπηση. Στη χώρα μας η ιατρική εκμετάλλευση των πηγών καθυστέρησε, μολονότι ήδη το 1830 ο Ιωάννης Καποδίστριας, τακτικός θαμώνας κατά το παρελθόν των διάσημων ευρωπαϊκών λουτροπόλεων, συνέστησε επιτροπή ιατρών που ασχολήθηκαν με τις ιαματικές πηγές και ο Τρικούπης τις παραχώρησε με πολυετείς συμβάσεις προς εκμετάλλευση. Στην ανάπτυξη των λουτροπόλεων θετικό ρόλο έπαιξαν αφενός η δημιουργία των σιδηροδρόμων και αφετέρου οι σποραδικές εκδόσεις για τις ευεργετικές ιδιότητες των πηγών με στόχο την ιατρική και τουριστική τους αξιοποίηση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξαν προσπάθειες αξιοποίησης των θερμών πηγών οι οποίες ωστόσο δεν ευοδώθηκαν, κυρίως λόγω των δραματικών πολεμικών γεγονότων. Κατά τον μεσοπόλεμο ωστόσο καταγράφηκαν οι θερμές πηγές που λειτουργούσαν επίσημα, έγινε εξωραϊσμός και προβολή τους με διαφημίσεις στον τύπο, και εκδόθηκε ο Πρακτικός Οδηγός του Λουόμενου. Από το 1950 και έως το 1980 οι ελληνικές λουτροπόλεις διένυσαν τη χρυσή εποχή τους, στην οποία όμως έθεσαν τέλος, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η αλλαγή του τουριστικού προτύπου, η αμφισβήτηση της λουτροθεραπείας και η αντίδραση των φαρμακοβιομηχανιών. Τέλος, δίνονται στοιχεία για την οργάνωση και τον κανονισμό λειτουργίας των λουτροπόλεων από το 1920 έως και το 1960.
Το Γ΄ Μέρος του βιβλίου, με τίτλο Τα λουτρά Λουτρακίου Πέλλας (Πόζαρ), παρέχει πληροφορίες αφενός για την τοπογραφία, το κλίμα και τις γεωτεκτονικές συνθήκες της Αλμωπίας, και αφετέρου για το φυσικό περιβάλλον και τις ανθρώπινες δραστηριότητες της περιοχής.
Η Κοινότητα Λουτρακίου Πέλλας ανήκει στην Αλμωπία η οποία, καθώς είναι ένα λεκανοπέδιο που ορίζεται από βουνά και διασχίζεται από τον ποταμό Αλμωπαίο, έχει κλίμα ηπειρωτικό με συχνές ομίχλες. Ως προς τη γεωτεκτονική διαμόρφωση, η συγγραφέας εξηγεί λεπτομερώς πώς σχηματίστηκαν τα πετρώματα και τα ρήγματα που συνετέλεσαν στη δημιουργία των θερμών πηγών της περιοχής, οι οποίες είναι αλκαλικές με θερμοκρασία νερού από 37 έως 45 βαθμούς.
Μολονότι η έρευνα που έγινε σε σπήλαια της περιοχής έδωσε σημαντικά ευρήματα που μαρτυρούν κατοίκηση από τη νεολιθική έως και τη νεώτερη εποχή, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε εκμετάλλευση των πηγών ως ιαματικών μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, όπως υποδεικνύει η έλλειψη τεκμηρίων, με την εξαίρεση δύο μικρών θολωτών δωματίων που βρέθηκαν στα λουτρά και χρονολογήθηκαν στη βυζαντινή εποχή.
Ύστερα από αυτή την ενδελεχή εισαγωγή, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην ιστορία των Λουτρών Πόζαρ κατά τον 20ο αιώνα. Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, τα λουτρά πέρασαν στο ελληνικό δημόσιο, αλλά οι επισκέπτες ήταν περιορισμένοι λόγω της κακής οδικής σύνδεσης. Στην περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η περιοχή υπέστη ολέθριες ζημιές, καθώς άγριες μάχες διεξήχθησαν μεταξύ συμμαχικών και βουλγαρικών δυνάμεων και οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν κάθε είδους ταλαιπωρίες και καταστροφές, παρά τη βελτίωση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου που έγινε για πολεμικούς σκοπούς.
Κατά τον μεσοπόλεμο τα λουτρά γνώρισαν ημέρες δόξας καθώς οι κάθε είδους υποδομές βελτιώθηκαν, και μερικές φορές παρείχαν όχι μόνο άνεση αλλά και πολυτέλεια. Πράγματι, έως το 1938 είχαν κτιστεί ένα νέο υδροθεραπευτήριο και δύο ξενοδοχεία που φωτίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες, ενώ και ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε σημαντικά. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έθεσε εκ νέου τέλος στη λειτουργία των λουτρών. Στο Καϊμακτσαλάν έγιναν άγριες μάχες το 1944 μεταξύ των ανταρτών του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και των γερμανών κατακτητών. Η λουτρόπολη καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού ανατινάχθηκε, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς. Ο εμφύλιος πόλεμος ολοκλήρωσε την καταστροφή καθώς η περιοχή υπήρξε θέατρο δραματικών συγκρούσεων που εξανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και από τη δεκαετία του ’50 να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό.
Από την ίδια δεκαετία ωστόσο τα λουτρά επαναλειτούργησαν παρουσιάζοντας διαρκή αύξηση επισκεπτών. Με πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, καθώς και αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα, η συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα νοσταλγικές εικόνες της ζωής στη λουτρόπολη που τότε διένυσε την καλύτερη περίοδό της, καθώς τα καλοκαίρια έσφυζε από ζωή. Από τη δεκαετία του ΄80 και μετά ωστόσο ακολούθησε τη μοίρα όλων των ελληνικών λουτροπόλεων. Τα ελληνικά νησιά ήταν τώρα ο νέος πόλος έλξης των τουριστών. Σήμερα η λουτρόπολη λειτουργεί ικανοποιητικά με νέες εγκαταστάσεις και αισιόδοξη προοπτική, αν και την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο είναι και πάλι εκτός λειτουργίας λόγω του κορονοϊού.
Ελπίζω να έγινε φανερός ο μόχθος της συγγραφέως προκειμένου να δώσει μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη εικόνα των λουτρών Πόζαρ, συνθέτοντας την επίσημη με την τοπική ιστορία. Η Αντωνία Παπαδάκη-Κεκλίκογλου χάρη στο στέρεο επιστημονικό της υπόβαθρο ξέρει ότι η έρευνα είναι πάντα πολυεπίπεδη και προκαλεί ποικίλα ερωτήματα. Προτίμησε λοιπόν να πλοηγηθεί μέσα σε μια πληθώρα θεμάτων θέλοντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να έχει έναν ενεργητικό ρόλο, καθώς το κείμενο είναι ενίοτε αρκετά απαιτητικό. Από την άλλη, η ποικιλομορφία των πληροφοριών κάνει το βιβλίο ελκυστικό και κατάλληλο να διαβαστεί όχι μόνον από αυτούς που έχουν ένα ειδικό ενδιαφέρον για τα Λουτρά Πόζαρ. Όλη αυτή η νοερή περιδιάβαση στη φύση και στον άνθρωπο διεγείρει στους αναγνώστες, πέρα από τις γνώσεις που χαρίζει, μια φιλοσοφική διάθεση σχετικά με τις περιπέτειες και τις διακυμάνσεις της ιστορίας, τη μοίρα των ανθρώπων και των αντικειμένων.
Νομίζω ότι η ιδανική τοποθεσία για να διαβάσουμε το βιβλίο θα ήταν τα ίδια τα Λουτρά Πόζαρ ή κάποια άλλη λουτρόπολη καθώς θα χαλαρώνουμε μέσα στην όμορφη φύση. Ωστόσο, όπου κι αν διαβαστεί το βιβλίο, γεννά την επιθυμία να επισκεφτούμε τα Λουτρά Πόζαρ, όχι μόνο για να ευεργετηθούμε από τις θερμές πηγές τους, αλλά και για να βιώσουμε και να απολαύσουμε συνειδητά τον χώρο έχοντας ως πολύτιμο βοηθό το μεστό βιβλίο της Αντωνίας Παπαδάκη-Κεκλίκογλου.
Έλσα Μυρογιάννη
Εκπαιδευτικός-Μουσειολόγος
Η συγγραφέας είναι έμπειρη με αρκετούς τίτλους ήδη στο ενεργητικό της και με δύο διδακτορικές διατριβές, μία στον τομέα της αρχαιολογίας και μία στης ιστορίας και παιδαγωγικής. Επίσης, εργάστηκε για πολλά χρόνια ως φιλόλογος και ως σχολική σύμβουλος φιλολόγων στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αυτές οι ιδιότητές της εξηγούν ίσως την αναλυτική παρουσίαση ενός ευρύτατου διεπιστημονικού πλαισίου πριν καταλήξει στο κυρίως θέμα της, τα Λουτρά Πόζαρ.
Το βιβλίο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, με τίτλο Η ιστορία του λουτρού στον χώρο και τον χρόνο, η συγγραφέας, παραπέμποντας κατ’ αρχάς στη μυθολογία, την αρχαιολογία και την αρχαία ελληνική και λατινική γραμματεία, αναφέρεται στις καθαρτικές, θεραπευτικές, εξαγνιστικές και θρησκευτικές ιδιότητες του νερού, και τελικά επικεντρώνεται στα θερμά λουτρά και τις θερμές πηγές κατά την αρχαιότητα.
Στη συνέχεια αναφέρεται στα βυζαντινά λουτρά τα οποία ήταν σημαντικά, όπως πιστοποιούν τα κτίσματα σε όλες τις μεγάλες πόλεις και οι αναφορές στα ιατρικά συγγράμματα της εποχής. Γίνεται επίσης μνεία και στις φυσικές θερμές πηγές τις οποίες κάποιοι βυζαντινοί αυτοκράτορες επισκέπτονταν για θεραπευτικούς λόγους.
Τα μουσουλμανικά λουτρά ακολουθούν τα βυζαντινά πρότυπα με μία σημαντική διαφορά: το νερό δεν πρέπει να είναι στάσιμο αλλά τρεχούμενο, οπότε οι λουτήρες αντικαθίστανται από κρήνες και οι θερμές πισίνες από εφιδρωτικές αίθουσες, δηλ. τα λουτρά μετατρέπονται σε χαμάμ. Αυτά, καθώς βρίσκονταν στις αγορές των πόλεων, ήταν τόποι ανάπαυσης, υγιεινής, θεραπείας αλλά και συναναστροφής και διασκέδασης ανδρών και γυναικών. Γλαφυρή είναι η αφήγηση που παρατίθεται του γάλλου ρομαντικού Τεοφίλ Γκωτιέ, ο οποίος κατά την επίσκεψή του σε χαμάμ της Κωνσταντινούπολης στα μέσα του 19ου αιώνα δήλωσε ότι βγήκε τόσο ανάλαφρος που του φαινόταν ότι άγγελοι του ουρανού περπατούσαν πλάι του.
Τέλος, υπάρχει μια σύντομη αναφορά στα λουτρά της Ευρώπης από τον μεσαίωνα κ.ε., η λειτουργία των οποίων υπέστη ποικίλες διακυμάνσεις λόγω ιστορικών και θρησκευτικών αιτίων και λόγω της διάδοσης μολυσματικών ασθενειών. Μετά τη βιομηχανική επανάσταση και ιδίως από τον 19ο αιώνα άρχισαν να λειτουργούν υδροθεραπευτήρια σε όλη την Ευρώπη, κατόπιν μάλιστα ιατρικών συστάσεων.
Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Η ανάπτυξη των λουτροπόλεων στην Ελλάδα, η συγγραφέας ασχολείται κατ’ αρχάς με τη γεωθερμική ενέργεια. Στον ελληνικό χώρο οι θερμές πηγές είναι αποτέλεσμα μεγάλων τεκτονικών ή μεταηφαιστειακών γεγονότων και υπάρχει πλούτος θερμομεταλλικών πηγών, από τις οποίες όμως μόνο το 20% είναι χαρακτηρισμένες ως ιαματικές. Η θεραπευτική τους επίδραση οφείλεται στα διαλυμένα άλατα, τα ιχνοστοιχεία και τα διαλυμένα αέρια που περιέχουν και τα οποία φτάνουν στον οργανισμό είτε μέσω του δέρματος κατά τη λουτροθεραπεία, είτε μέσω του πεπτικού συστήματος και του αίματος κατά την ποσιθεραπεία.
Ακολουθεί μία διεξοδική ιστορική επισκόπηση. Στη χώρα μας η ιατρική εκμετάλλευση των πηγών καθυστέρησε, μολονότι ήδη το 1830 ο Ιωάννης Καποδίστριας, τακτικός θαμώνας κατά το παρελθόν των διάσημων ευρωπαϊκών λουτροπόλεων, συνέστησε επιτροπή ιατρών που ασχολήθηκαν με τις ιαματικές πηγές και ο Τρικούπης τις παραχώρησε με πολυετείς συμβάσεις προς εκμετάλλευση. Στην ανάπτυξη των λουτροπόλεων θετικό ρόλο έπαιξαν αφενός η δημιουργία των σιδηροδρόμων και αφετέρου οι σποραδικές εκδόσεις για τις ευεργετικές ιδιότητες των πηγών με στόχο την ιατρική και τουριστική τους αξιοποίηση.
Στις αρχές του 20ου αιώνα υπήρξαν προσπάθειες αξιοποίησης των θερμών πηγών οι οποίες ωστόσο δεν ευοδώθηκαν, κυρίως λόγω των δραματικών πολεμικών γεγονότων. Κατά τον μεσοπόλεμο ωστόσο καταγράφηκαν οι θερμές πηγές που λειτουργούσαν επίσημα, έγινε εξωραϊσμός και προβολή τους με διαφημίσεις στον τύπο, και εκδόθηκε ο Πρακτικός Οδηγός του Λουόμενου. Από το 1950 και έως το 1980 οι ελληνικές λουτροπόλεις διένυσαν τη χρυσή εποχή τους, στην οποία όμως έθεσαν τέλος, σύμφωνα με τη συγγραφέα, η αλλαγή του τουριστικού προτύπου, η αμφισβήτηση της λουτροθεραπείας και η αντίδραση των φαρμακοβιομηχανιών. Τέλος, δίνονται στοιχεία για την οργάνωση και τον κανονισμό λειτουργίας των λουτροπόλεων από το 1920 έως και το 1960.
Το Γ΄ Μέρος του βιβλίου, με τίτλο Τα λουτρά Λουτρακίου Πέλλας (Πόζαρ), παρέχει πληροφορίες αφενός για την τοπογραφία, το κλίμα και τις γεωτεκτονικές συνθήκες της Αλμωπίας, και αφετέρου για το φυσικό περιβάλλον και τις ανθρώπινες δραστηριότητες της περιοχής.
Η Κοινότητα Λουτρακίου Πέλλας ανήκει στην Αλμωπία η οποία, καθώς είναι ένα λεκανοπέδιο που ορίζεται από βουνά και διασχίζεται από τον ποταμό Αλμωπαίο, έχει κλίμα ηπειρωτικό με συχνές ομίχλες. Ως προς τη γεωτεκτονική διαμόρφωση, η συγγραφέας εξηγεί λεπτομερώς πώς σχηματίστηκαν τα πετρώματα και τα ρήγματα που συνετέλεσαν στη δημιουργία των θερμών πηγών της περιοχής, οι οποίες είναι αλκαλικές με θερμοκρασία νερού από 37 έως 45 βαθμούς.
Μολονότι η έρευνα που έγινε σε σπήλαια της περιοχής έδωσε σημαντικά ευρήματα που μαρτυρούν κατοίκηση από τη νεολιθική έως και τη νεώτερη εποχή, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι δεν υπήρξε εκμετάλλευση των πηγών ως ιαματικών μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, όπως υποδεικνύει η έλλειψη τεκμηρίων, με την εξαίρεση δύο μικρών θολωτών δωματίων που βρέθηκαν στα λουτρά και χρονολογήθηκαν στη βυζαντινή εποχή.
Ύστερα από αυτή την ενδελεχή εισαγωγή, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην ιστορία των Λουτρών Πόζαρ κατά τον 20ο αιώνα. Με την απελευθέρωση της Μακεδονίας το 1912, τα λουτρά πέρασαν στο ελληνικό δημόσιο, αλλά οι επισκέπτες ήταν περιορισμένοι λόγω της κακής οδικής σύνδεσης. Στην περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου η περιοχή υπέστη ολέθριες ζημιές, καθώς άγριες μάχες διεξήχθησαν μεταξύ συμμαχικών και βουλγαρικών δυνάμεων και οι κάτοικοι της περιοχής υπέφεραν κάθε είδους ταλαιπωρίες και καταστροφές, παρά τη βελτίωση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου που έγινε για πολεμικούς σκοπούς.
Κατά τον μεσοπόλεμο τα λουτρά γνώρισαν ημέρες δόξας καθώς οι κάθε είδους υποδομές βελτιώθηκαν, και μερικές φορές παρείχαν όχι μόνο άνεση αλλά και πολυτέλεια. Πράγματι, έως το 1938 είχαν κτιστεί ένα νέο υδροθεραπευτήριο και δύο ξενοδοχεία που φωτίζονταν από ηλεκτρογεννήτριες, ενώ και ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε σημαντικά. Ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος έθεσε εκ νέου τέλος στη λειτουργία των λουτρών. Στο Καϊμακτσαλάν έγιναν άγριες μάχες το 1944 μεταξύ των ανταρτών του 30ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ και των γερμανών κατακτητών. Η λουτρόπολη καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, αφού ανατινάχθηκε, πυρπολήθηκε και λεηλατήθηκε από τους Γερμανούς. Ο εμφύλιος πόλεμος ολοκλήρωσε την καταστροφή καθώς η περιοχή υπήρξε θέατρο δραματικών συγκρούσεων που εξανάγκασαν τους κατοίκους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και από τη δεκαετία του ’50 να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό.
Από την ίδια δεκαετία ωστόσο τα λουτρά επαναλειτούργησαν παρουσιάζοντας διαρκή αύξηση επισκεπτών. Με πλούσιο φωτογραφικό και αρχειακό υλικό, καθώς και αναφορές σε λογοτεχνικά κείμενα, η συγγραφέας παρουσιάζει ανάγλυφα νοσταλγικές εικόνες της ζωής στη λουτρόπολη που τότε διένυσε την καλύτερη περίοδό της, καθώς τα καλοκαίρια έσφυζε από ζωή. Από τη δεκαετία του ΄80 και μετά ωστόσο ακολούθησε τη μοίρα όλων των ελληνικών λουτροπόλεων. Τα ελληνικά νησιά ήταν τώρα ο νέος πόλος έλξης των τουριστών. Σήμερα η λουτρόπολη λειτουργεί ικανοποιητικά με νέες εγκαταστάσεις και αισιόδοξη προοπτική, αν και την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο είναι και πάλι εκτός λειτουργίας λόγω του κορονοϊού.
Ελπίζω να έγινε φανερός ο μόχθος της συγγραφέως προκειμένου να δώσει μια όσο γίνεται πιο ολοκληρωμένη εικόνα των λουτρών Πόζαρ, συνθέτοντας την επίσημη με την τοπική ιστορία. Η Αντωνία Παπαδάκη-Κεκλίκογλου χάρη στο στέρεο επιστημονικό της υπόβαθρο ξέρει ότι η έρευνα είναι πάντα πολυεπίπεδη και προκαλεί ποικίλα ερωτήματα. Προτίμησε λοιπόν να πλοηγηθεί μέσα σε μια πληθώρα θεμάτων θέλοντας να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, ο οποίος καλείται να έχει έναν ενεργητικό ρόλο, καθώς το κείμενο είναι ενίοτε αρκετά απαιτητικό. Από την άλλη, η ποικιλομορφία των πληροφοριών κάνει το βιβλίο ελκυστικό και κατάλληλο να διαβαστεί όχι μόνον από αυτούς που έχουν ένα ειδικό ενδιαφέρον για τα Λουτρά Πόζαρ. Όλη αυτή η νοερή περιδιάβαση στη φύση και στον άνθρωπο διεγείρει στους αναγνώστες, πέρα από τις γνώσεις που χαρίζει, μια φιλοσοφική διάθεση σχετικά με τις περιπέτειες και τις διακυμάνσεις της ιστορίας, τη μοίρα των ανθρώπων και των αντικειμένων.
Νομίζω ότι η ιδανική τοποθεσία για να διαβάσουμε το βιβλίο θα ήταν τα ίδια τα Λουτρά Πόζαρ ή κάποια άλλη λουτρόπολη καθώς θα χαλαρώνουμε μέσα στην όμορφη φύση. Ωστόσο, όπου κι αν διαβαστεί το βιβλίο, γεννά την επιθυμία να επισκεφτούμε τα Λουτρά Πόζαρ, όχι μόνο για να ευεργετηθούμε από τις θερμές πηγές τους, αλλά και για να βιώσουμε και να απολαύσουμε συνειδητά τον χώρο έχοντας ως πολύτιμο βοηθό το μεστό βιβλίο της Αντωνίας Παπαδάκη-Κεκλίκογλου.
Έλσα Μυρογιάννη
Εκπαιδευτικός-Μουσειολόγος
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.
Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.