«Η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια δραστηριότητα ανάμεσα στις άλλες. Για μένα, είναι ανάγκη ζωής, ισορροπία και επικοινωνία, άμυνα και αντίσταση, ομορφιά και οδύνη. Δηλώ δε ευτυχής που με υπάρχει».
Αυτό επισημαίνει ο συγγραφέας και φιλόλογος Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, σε συνέντευξή του στην Η.Ε. karatzova.com, με αφορμή την παρουσίαση του νέου του βιβλίου «Το χιόνι των Αγράφων» στην Έδεσσα και στα Γιαννιτσά, αλλά και την πρόσφατη βράβευσή του στα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας 2021 με το προηγούμενο βιβλίο του «Έξοδα Νοσηλείας».
Βασική επιδίωξή του στη συγγραφή είναι το θέμα που καταπιάνεται να συνενώνει το δημόσιο με το ιδιωτικό, το πολιτικό με το υπαρξιακό, το παρελθόν με το παρόν – και σε κάθε περίπτωση να τον συνταράσσει συναισθηματικά. «Οπότε και η συγγραφή εξελίσσεται ενίοτε σε πάθος, σε απόλαυση, σε ερωτική περίπτυξη, σε σταύρωση, σε οδύνη. Απ’ όσο θυμάμαι, τα πιο όμορφα γραφτά μου σε λυγμική κατάσταση τα έγραψα», συμπληρώνει.
Σε ότι αφορά στην «βαθιά και ολόπλευρη κρίση» που βιώνουμε, τονίζει: «Έχουμε ανάγκη να συστήσουμε κοινά οράματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, αλλά μ’ ένα αναγνωστικό κοινό κάποιων χιλιάδων δεν βλέπω προκοπή. Μεγάλη η ευθύνη και του σχολείου… Από κοντά και των ιδίων ημών…».
Παράλληλα ο συντοπίτης μας συγγραφέας εξηγεί πως συνδυάζονται οι τρεις μεγάλες αγάπες του (συγγραφή, σχολείο και φιλολογία), ενώ δίνει κάποια στοιχεία για το νέο του βιβλίο (Το χιόνι των Αγράφων), που αποτελεί ένα οδοιπορικό 37 ημερών της Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης κατά την περίοδο του εμφυλίου.
Συνέντευξη στον Δημήτρη Μπουλουσάκη
Ερώτηση: Κύριε Χατζημωυσιάδη, γεννηθήκατε, μεγαλώσατε και διαμένετε μόνιμα μέχρι σήμερα στο Δυτικό του δήμου Πέλλας. Γιατί αυτή η επιλογή; Πώς είναι η καθημερινότητα ενός συγγραφέα- εκπαιδευτικού σε ένα μικρό χωριό; Ποιες άλλες είναι οι δραστηριότητές σας;
Απάντηση: Στους χωματόδρομους του Δυτικού μεγάλωσα, στο πλατανόδασος και μες στα χωράφια. Καπνά, βιομηχανική ντομάτα, βαμβάκια καλλιεργούσαν οι γονείς μου. Τα καλοκαίρια ήταν γεμάτα απ’ τα ζεχίρια των καπνών. Θάλασσα μια Κυριακή του Ιούλη, όταν έβαζαν απ’ το χωριό εκδρομικό λεωφορείο. Δεν παραπονιέμαι όμως. Μια τετραετία σπουδών στα Γιάννενα, μια δεκαετία εργασίας στη Θεσσαλονίκη ήταν αρκετές για να αποφασίσω. Την αγαπώ την ύπαιθρο, δεν μπορώ μακριά απ’ το χώμα. Είναι ωραίο να νιώθεις από πρώτο χέρι τις εποχές, να ζεις τα καιρικά φαινόμενα. Μου φαίνεται πιο ανθρώπινο. Εκτός του σχολείου και της γραφής, περνώ τον υπόλοιπο χρόνο στον κήπο. Καλλιεργώ λαχανικά, φροντίζω τα οπωροφόρα. Κατά τους θερινούς μήνες, που δεν έχω σχολείο, γράφω όλη νύχτα στο υπόγειο, το πρωί βγαίνω έξω και τσαπίζω ή ποτίζω – είναι το σταθερό πρόγραμμά μου. Να σημειώσω μόνο ότι το επάγγελμά μου ως εκπαιδευτικού διευκόλυνε την παραμονή μου στην ύπαιθρο, καθότι δεν βαρύνομαι απ’ το οχτάωρο, και ότι το διαδίκτυο μού δίνει τη δυνατότητα να μην απέχω απ’ τα λογοτεχνικά, πολιτικά, κοινωνικά κτλ. γεγονότα του αστικού κέντρου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσα αλλιώς.
Ερ.: Πώς μπήκε η λογοτεχνία και το βιβλίο στη ζωή σας; Πότε αρχίσατε να ασχολείστε με την συγγραφή;
Απ.: Μικρός και νέος δεν διάβασα όσο κρίνω τώρα ότι θα ’πρεπε να διαβάζω. Και παραδέχομαι ότι ακόμη έχω σοβαρές αναγνωστικές ελλείψεις. Με συστηματικό τρόπο στράφηκα στη λογοτεχνία αρκετά αργά, στα 34. Προηγουμένως έγραφα σχολικά βιβλία έκθεσης – τρομάρα μου. Ήταν μεγάλο το οικονομικό όφελος, αλλά από κάποια στιγμή και μετά ένιωσα να μην καλύπτομαι ψυχικά και πνευματικά. Ως γνωστόν, μ’ έναν στίχο μπορείς πεις ό,τι θα έλεγες σε δεκάδες, ίσως κι εκατοντάδες σελίδες δοκιμιακού ή επιστημονικού λόγου. Το κατάλαβα απ’ την πρώτη λέξη που ’γραψα στο πρώτο μου διήγημα, στα Μισάδια, το 2004. Από τότε νιώθω ότι η λογοτεχνία δεν είναι απλώς μια δραστηριότητα ανάμεσα στις άλλες. Για μένα είναι ανάγκη ζωής, ισορροπία και επικοινωνία, άμυνα και αντίσταση, ομορφιά και οδύνη. Δηλώ δε ευτυχής που με υπάρχει.
Ερ.: Με ποια κριτήρια γράφετε; Από που αντλείτε την έμπνευσή σας για αυτά;
Απ.: Τίποτα το προκαθορισμένο ή το εκβιαστικό. Στο αναπάντεχο και στο απρόβλεπτο έγκειται η δική μου μαγεία. Ένα άκουσμα, μια εικόνα, μια λέξη πυροδοτούν υπόγειες διεργασίες που τις περισσότερες φορές εξελίσσονται ερήμην μου, ανακαλώντας κομμάτια μνήμης κι αισθήματος. Στην περίπτωση του διηγήματος το αποτέλεσμα υλοποιείται ακαριαία και σε συνθήκες συγγραφικής έντασης, στην περίπτωση του μυθιστορήματος χρειάζεται πολύ καιρό, μήνες ή και χρόνια, επώασης. Σε αυτήν ακριβώς την κατάσταση είμαι τώρα: υπάρχει μια ιδέα, αντλημένη από ένα ανάγνωσμα, που με δονεί, με γδέρνει, με σβαρνίζει εδώ και δύο χρόνια. Την αφήνω στην άκρη να ωριμάσει, συγκεντρώνοντας παράλληλα το υλικό μου. Δεν ξέρω αν είναι φυσιολογικό κι ούτε με κόφτει: το βιβλίο μου θα έχει γραφεί προτού να γραφτεί, όπως ακριβώς έγινε με το Χιόνι των Αγράφων και πιο πριν με την Αστοχία Υλικού. Όσον αφορά τώρα το θέμα, βασική επιδίωξή μου είναι να συνενώνει το δημόσιο με το ιδιωτικό, το πολιτικό με το υπαρξιακό, το παρελθόν με το παρόν – και σε κάθε περίπτωση να με συνταράσσει συναισθηματικά. Οπότε και η συγγραφή εξελίσσεται ενίοτε σε πάθος, σε απόλαυση, σε ερωτική περίπτυξη, σε σταύρωση, σε οδύνη. Απ’ όσο θυμάμαι, τα πιο όμορφα γραφτά μου σε λυγμική κατάσταση τα έγραψα.
Ερ.: Πόσο εύκολο είναι σήμερα στην Ελλάδα για ένα νέο να ασχοληθεί με τη συγγραφή ή να αναδειχθεί συγγραφέας; Τι θα του λέγατε;
Απ.: Εσαεί μαθητευόμενος και ο ίδιος δεν δικαιούμαι κι ούτε θέλω να υποδύομαι τον δάσκαλο, οπότε αποφεύγοντας τον ρόλο του πεφωτισμένου θα προτιμούσα όχι να του πω, αλλά να του κομίσω τη δική μου εμπειρία: από κείμενο σε κείμενο μοχθώ να βάλω πιο ψηλά τον πήχη, η λογοτεχνική γραφή δεν είναι για να χαϊδεύει αλλά για να σβαρνίζει, η αλήθεια της γλώσσας δεν ξέρει από καθωσπρεπισμούς ούτε κλείνεται σε γραμματοσυντακτικούς κανόνες, όταν δεσμεύεις χρόνο απ’ τα αναγνώσματα του άλλου πρέπει κάτι να έχεις να του πεις δίχως να του χαρίζεσαι ούτε στιγμή, δεν περιποιεί ο συγγραφέας τιμή για τον αναγνώστη αλλά ο αναγνώστης για τον συγγραφέα, δεν γνωρίζει ούτε ωράριο ούτε βραβεία ούτε σύνταξη η γραφή, γράφω πάει να πει αλητεύω κτλ. κτλ.
Ερ.: Αποσπάσατε πριν λίγες μέρες το Ειδικό Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2021 για τα "Έξοδα Νοσηλείας" στο οποίο θεματοποιείται η σχέση ασθενούς και νοσηλευτή. Τι σημαίνει αυτό για σας;
Απ.: Ευχαριστώ θερμά την επιτροπή για την τιμή. Η χαρά γίνεται ακόμη μεγαλύτερη δεδομένου ότι μοιράστηκα το βραβείο με τον στενό φίλο και λογοτεχνικό συνοδοιπόρο, Δημήτρη Χριστόπουλο. Κρατώ το υπέροχο ξάφνιασμα που ένιωσα, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν σχετικές λίστες στη σχετική κατηγορία και αγνοούσα πλήρως το ενδεχόμενο της βράβευσης. Αποκεί και πέρα, τίποτα δεν άλλαξε για μένα. Επιμένω κοιτώντας τον καθρέφτη να αναγνωρίζω απορίες, ήττες, χρέη και πείσματα.
Ερ.: Το νέο βιβλίο σας (Το χιόνι των Αγράφων), ένα οδοιπορικό 37 ημερών της Ταξιαρχίας Αόπλων Ρούμελης κατά την περίοδο του εμφυλίου. Θα μας δώσετε κάποια στοιχεία του;
Απ.: Τέλη του ’47, αρχές του ’48 το Αρχηγείο Ρούμελης προβαίνει σε επιστράτευση απ’ την ευρύτερη περιοχή των Αγράφων προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας σε εφεδρείες. Η μεταφορά τους γίνεται από τα μέσα Φλεβάρη μέχρι τα μέσα Μάρτη διαμέσου της πεδιάδας των Φαρσάλων, με διαδρομή απ’ τη λίμνη Κάρλα προς τις ανατολικές υπώρειες του Ολύμπου και τα Πιέρια Όρη. Στο σχετικά άγνωστο αυτό περιστατικό συμπυκνώνεται όλη η τραγωδία του Εμφυλίου και κατ’ επέκταση το επαναλαμβανόμενο δράμα της ήττας των οραμάτων. Πρόθεσή μου ήταν διαμέσου της Ταξιαρχίας των Αόπλων Ρούμελης να μιλήσω γι’ αυτό το δράμα.
Ερ: Μαζί με την οικονομική κρίση, βιώνουμε έντονα και την πνευματική κρίση. Ζούμε σε μια χώρα που το αναγνωστικό κοινό μειώνεται όλο και περισσότερο. Που πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Απ.: Είναι βαθιά και ολόπλευρη η κρίση, δεν περιορίζεται στον οικονομικό τομέα. Έλεγε ο Τόντοροφ ότι για ένα όραμα μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του ο άνθρωπος, όχι όμως για ένα χάμπουργκερ. Ο νεοφιλελευθερισμός προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, τώρα τελευταία μάλιστα έβγαλε από το χρονοντούλαπο και τα φασιστικά φαντάσματα – η γνωστή έσχατη άμυνά του. Έχουμε ανάγκη να συστήσουμε κοινά οράματα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς, η δε λογοτεχνία μαζί βεβαίως με τη φιλοσοφία και την πολιτική μπορούν να πρωταγωνιστήσουν στην κατεύθυνση αυτή. Αλλά μ’ ένα αναγνωστικό κοινό κάποιων χιλιάδων δεν βλέπω προκοπή. Μεγάλη η ευθύνη και του σχολείου… Από κοντά και των ιδίων ημών…
Ερ.: Εργάζεστε σε σχολείο ως φιλόλογος. Συνδυάζονται οι τρεις μεγάλες αγάπες (συγγραφή, σχολείο και φιλολογία);
Απ.: Νιώθω ευτυχής που συνταιριάζω τις δύο πρώτες ιδιότητες, του συγγραφέα και του εκπαιδευτικού, ουδεμία διένεξη εδώ, κανένα σχίσμα ανάμεσά τους. Αντλώ απ’ τα παιδιά και διατελώ μαθητής τους, κοντά τους έχω βρει το ελιξίριο της νιότης. Προσπαθώ μέσα απ’ το μάθημα και από μια λέσχη ανάγνωσης να τους μυήσω στην ομορφιά της λογοτεχνίας, έστω και αν το εκπαιδευτικό σύστημα βάζει συνεχώς εμπόδια. Κατά καιρούς μάλιστα έχω ανακαλύψει εξαιρετικές γραφές, που πιστεύω ότι μπορούν να διαπρέψουν, αλλά το κακό είναι ότι παρεμβαίνει η μεγαληγορία και η υποκρισία του δοκιμιακού λόγου που συστηματικά διδάσκεται στη β’ και γ’ λυκείου για τις ανάγκες της Νεοελληνικής Γλώσσας. Σας λέω, γίνεται κανονικό μακέλεμα εκεί… Όσον αφορά, πάλι, τη φιλολογική μου ιδιότητα, θα αναπαραγάγω κάτι που άκουσα ως συμβουλή: ο συγγραφέας πρέπει να σκοτώσει τον φιλόλογο για να γίνει συγγραφέας. Θυμάμαι ότι στην αρχή ενοχλήθηκα. Τώρα που το σκέφτομαι, δεν έπρεπε.
Ερ.: Πώς βιώσατε την περίοδο του εγκλεισμού και της πανδημίας;
Απ.: Το ότι ζω σε χωριό, με βοήθησε. Δεν βίωσα τον εγκλεισμό σε συνθήκες καραντίνας. Είχα τις μικρές διαφυγές μου. Θέλω να πω υπάρχει και εδώ μια γεωγραφική και ταξική διάσταση. Ζώντας σε διαμέρισμα εβδομήντα τετραγωνικών με την τετραμελή οικογένειά μου στον Εύοσμο Θεσσαλονίκης, δεν ξέρω αν θα μπορούσα να αντεπεξέλθω. Ντρέπομαι που θα το πω γιατί γύρω μου εξελισσόταν ένα δράμα, αλλά στην απολύτως ιδιωτική μου περίπτωση, η πανδημία μεταφράστηκε σε συσπείρωση στον εαυτό μου και σε εξοικονόμηση χρόνου, που μου έδωσε τη δυνατότητα να αφοσιωθώ στη συγγραφή πιο εντατικά. Ίσως ήταν κι η άμυνά μου, αφού δεν έπαψε να ηχεί πένθιμα η καμπάνα του χωριού και των Γιαννιτσών. Απλός άνθρωπος είμαι, κάπως θα ’πρεπε να το διαχειριστώ και δεν ήξερα άλλον τρόπο.
Ερ.: Τα επόμενα συγγραφικά σας σχέδια;
Απ.: Μόλις κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά μου «Το χιόνι των Αγράφων» απ’ τις εκδόσεις Κίχλη. Ακολουθεί σε απόσταση χρόνου μια νουβέλα που έχω έτοιμη και στη συνέχεια μια συλλογή διηγημάτων και μια ποιητική συλλογή. Στο μεταξύ γράφω ένα μυθιστόρημα που ήδη με γδέρνει. Θερμά παρακαλώ, μην με ξεσυνερίζεστε όταν με βλέπετε να περπατώ στα χαμένα στους δρόμους των Γιαννιτσών.
Ερ.: Σας ευχαριστώ πολύ…
Απ.: Εγώ σας ευχαριστώ για την τιμή.
Την Δευτέρα 28/3, στις 7.30 το απόγευμα, στο Παρθεναγωγείο στην Έδεσσα και την Τετάρτη 30/3, την ίδια ώρα, στο Εργατικό Κέντρο Γιαννιτσών, θα γίνει η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη «Το χιόνι των Αγράφων».
Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης έχει εκδώσει τα βιβλία:
Τρεις μήνες και δύο ζωές- Μεταίχμιο, 2005 (συλλογή διηγημάτων), Καλά μόνο να βρεις- Κέδρος, 2006 (νουβέλα), Το παραμύθι του ύπνου- Μεταίχμιο, 2008 (μυθιστόρημα), Αστοχία Υλικού- Μεταίχμιο, 2010 (μυθιστόρημα), Ζώνη Πυρός- Μεταίχμιο, 2014 (συλλογή διηγημάτων), Η ιδιωτική μου Αντωνυμία- Κίχλη, 2018 (μικρά πεζά), Έξοδα Νοσηλείας- Ενύπνιο, 2020 (μυθιστόρημα), Το χιόνι των Αγράφων- Κίχλη, 2021 (μυθιστόρημα).
Blogger Comment
Facebook Comment