Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Οι χαμένοι» ψήφοι


Ο φίλος μας ο Μιχάλης δεν είχε ιδέα από εκλογές. Πολύ δε περισσότερο δεν ήθελε να κάνει συζήτηση γι’ αυτές. Κάθε φορά που οι άλλοι ανοίγανε κουβέντα και λέγανε για διάφορους υποψήφιους στο χωριό, αυτός τους παρακάλαγε να σταματήσουνε και αν δεν το κάνανε τότε ή θα έπαιρνε την καρέκλα του να πάει σε άλλη παρέα ή θα έφευγε από το καφενείο. Τέτοια ήταν η αποστροφή του για τις εκλογές!

Τελευταία, όμως, κάτι άλλαξε μέσα του. Λίγο τα χρήματα που ήταν κάπως δελεαστικά, μισθός προεστού του χωριού ήταν αυτός, λίγο οι φίλοι του που μιλούσανε για την εντιμότητα, την ειλικρίνεια, την «ντοπροσύνη» αλλά και την ικανότητά του, όπως τον διαβεβαιώνανε, να διαχειρίζεται δημόσιες υποθέσεις, άλλαξαν εντελώς τα μυαλά του. Ύστερα, ήταν και η γυναίκα του. Λίγο-πολύ τρωγότανε και αυτή να ανεβάσει το κοινωνικό της επίπεδο. Έτσι, με τα πολλά πάνω στο καθημερινό το λέγε λέγε, τον κάνανε όχι μόνο να αλλάξει τη γνώμη του για την πολιτική και να την αγαπήσει, αλλά και στις τελευταίες εκλογές να πάρει μέρος σαν υποψήφιος πρόεδρος του χωριού!

Γι’ αυτό λοιπόν τώρα, έξω στην αυλή του σχολείου που ψηφίσανε οι χωριανοί του, καθισμένος πάνω στο πεζούλι της περίφραξης, που καλύτερα θα ήταν να λέγαμε πάνω σ’ αναμμένα κάρβουνα, με το τσιγάρο μόνιμα στα χείλη του και τον καπνό να βγαίνει «ντουμάνι» από τα ρουθούνια του, περιμένει με αγωνία τον δικαστικό λειτουργό να βγει και να ανακοινώσει με τον γραμματέα του τα αποτελέσματα.

Και, λίγο προτού τα μεσάνυχτα, επιτέλους, όλοι βλέπουνε τον άνθρωπο να βγαίνει στο μπαλκόνι με όλα του τα χαρτιά στα χέρια και με τα γυαλιά του μέχρι το τελευταίο σημείο τη μύτης του για να βλέπει στο μισοσκόταδο καλύτερα. Με χαμόγελο στα χείλη ανακοινώνει τους αριθμούς των ψήφων που πήρε ο κάθε υποψήφιος και ύστερα, χωρίς καθυστέρηση, δένει τον σάκο με τα ψηφοδέλτια για να φύγει. Τα φορτώνει σε ένα φορτηγάκι, ανεβαίνει και αυτός και εξαφανίζεται με τον οδηγό του, χάνεται στο βάθος του δρόμου και μέσα στη σιωπή της νύχτας, αφήνοντας εμβρόντητο τον Μιχάλη και στο μαύρο το χάλι του.

Τον φουκαριάρη. Δεν του ανακοίνωσε ούτε έναν ψήφο! Έγινε λάθος; Τον ρίξανε; Πάντως αυτή ήταν η αλήθεια. Η κάλπη ήταν άδεια από δικά του ψηφοδέλτια. Έτσι και αυτός με την πίκρα στα χείλη , αμίλητος, σκεφτικός και με τους ώμους του να γέρνουνε από την

απογοήτευση, χωρίς να τον αντιληφθεί κανένας, κούτσα κούτσα πήρε τον δρόμο για το σπίτι του. Πραγματικά εκείνες τις ώρες δεν ήθελε να δει άνθρωπο στα μάτια του..!

Την άλλη μέρα το πρωί στα καφενεία του χωριού γινότανε ο χαμός από τις εκλογές της προηγούμενης. Λέγανε και ξαναλέγανε για τον πρώτο που βγήκε πρόεδρος και πάντοτε πίσω από την κάθε συζήτηση είχαν για ουρίτσα το πάθημα του Μιχάλη και τον νταλκά του. Δε βρέθηκε ούτε ένας χριστιανός να ρίξει μια θετική ψήφο στο όνομά του! Μάλιστα, λέγανε, άλλοτε σοβαρά και άλλοτε αστειευόμενοι, πως δεν βρήκανε στην κάλπη ούτε και την δική του την ψήφο. Ναι, ούτε και την δική του! Ποιος θα το πίστευε. Καλά λοιπόν λέγανε παλιά ότι το αυτό το κουτί είναι σαν την έγκυο γυναίκα που δεν ξέρεις τι θα βγάλει. Σήμερα, βέβαια, που η επιστήμη προχώρησε αυτό με την έγκυο δεν ισχύει.

Πολύ ντροπιασμένος ο Μιχάλης από αυτήν την εξέλιξη αλλά και από αυτήν την «βαθιά» εκτίμηση που δείξανε οι χωριανοί στο πρόσωπό του αποφάσισε σήμερα αλλά και στο μέλλον να μην τον δει η πλατεία. Γρήγορα, όμως, το μετάνιωσε και έτσι ένα πρωί βρέθηκε και πάλι για καφέ στο κεντρικότερο από τα καφενεία της. Εκεί, καθισμένος δεν αργήσανε να φανούνε και άλλοι στο κατάστημα και να κάτσουνε όλοι γύρω του στο ίδιο το τραπέζι. «Μηδενός εξαιρουμένου» και του καφετζή και χωρίς ο ίδιος να ρωτήσει κανέναν είχανε έναν λόγο να του πούνε γιατί δεν τον ψηφίσανε. Οι αμαρτωλοί έπρεπε με κάποιο τρόπο να δικαιολογήσουν το αμάρτημά τους! Περισσότερο αξιόπιστοι από τους λόγους ήταν αυτοί που μιλάγανε για κάτι υποχρεώσεις που είχανε μερικοί χωριανοί του απέναντι στον πολιτικό του αντίπαλο. Και όχι μόνο. Ήταν και κάποιες υποσχέσεις και λεφτά που μοίραζε αυτός σε όσους θα τον ψηφίζανε. Και ακούστε ένας τι του είπε:

«Άσε ρε Μιχάλη, είχα κάποια υποχρέωση στον άνθρωπο. Τις προάλλες μου δάνεισε λίγα λεφτά για το σπίτι που έφτιαξα. Χώρια που μου υποσχέθηκε να μεσολαβήσει στον βουλευτή για τον διορισμό του γιου μου στο δημόσιο. Ύστερα, στην γριά την μάνα μου μέσα σε έναν φάκελο που της έστειλαν, μαζί με το ψηφοδέλτιο, είχε και κάτι παράδες. Καταλαβαίνεις πόσο ανάγκη τις έχουμε σήμερα με την οικονομική κρίση που μας δέρνει!»

Δεν πίστευε στα αυτιά του για όλα αυτά που άκουγε ο έρμος ο Μιχάλης, ο Χάλης, από τους χωριανούς του. Γινότανε τόσο καιρό όλα αυτά πίσω από τις πλάτες του και αυτός, αθώος και άμοιρος του πολιτικού κατεστημένου, δεν πήρε χαμπάρι; Έτσι του ερχότανε να βγει τώρα-αμέσως έξω από το μαγαζί. Να κάτσει στη μέση της πλατείας και για να ξεσπάσει και να του φύγουν τα νεύρα του να αρχίσει να φωνάζει στον εαυτό του εκείνο που θα φώναζε ο καθένας που πιάνεται κορόιδο:

-Πού πας ρε Καραμήτρο..!

Κρατήθηκε, όμως, και αφού τράβηξε νευρικά ακόμα δυο-τρεις ρουφηξιές καφέ και έσβησε στο τασάκι το μισοτελειωμένο τσιγάρο του, άφησε την παρέα, πήρε το σακάκι και των «ομματιών» του και τράβηξε τον κατήφορο για το σπίτι της μάνας του. Πρώτη αυτή θα πλήρωνε τη νύφη και θα τα άκουγε για τα καλά. Γιατί, ούτε και αυτή τον ψήφισε!

-Καλά ρε μάνα, της είπε όλο παράπονο σαν μπήκε από την πόρτα στο χαμηλοτάβανο πέτρινο σπιτάκι της. Ούτε και εσύ με ψήφισες ;

-Αχ βρε παιδάκι μου, βιάστηκε να του απαντήσει εκείνη. Ούτε και εγώ κατάλαβα πως έγινε αυτό. Να, την ώρα που έμπαινα στο σχολείο για να ψηφίσω δυο μαντράχαλοι, που δεν τους ήξερα, μου δώσανε ένα φάκελο σαν αυτό που μου έδωσες και εσύ. Τι να έκανα; Από ντροπή το πήρα και το έβαλα στη τσέπη μου. Όταν ,όμως, μπήκα στο παραβάν για να ψηφίσω το μπέρδεψα με αυτό που είχα από σένα. Και έτσι, άμα σκεφτείς πόσο αγράμματη είμαι και τη στραβομάρα που με δέρνει τη δόλια στο διάβασμα, έριξα στην την ψήφο στην τύχη. Είπα από μέσα μου «από τούτο κι από ‘κείνο…», τη σταύρωσα και την έριξα. Δυστυχώς φάνηκε πως έριξα του αλλουνού..!

Άντε τώρα με αυτά τα κουφά που άκουγε από το στόμα της μάνας του να μαλώσει μαζί της. Όσο και αν ήθελε να θυμώσει, κάτι τον κράταγε να βαστάξει κάθε κουβέντα του κα να την καταπιεί. Σκέφτηκε πως η λογοτριβή μαζί της θα ήταν άδικος κόπος. Ούτε και σωστό βέβαια. Άλλωστε, μεγάλη γυναίκα είναι αυτή και συγχωρείται κάθε της επιπολαιότητα. Άρπαξε λοιπόν πάλι το σακάκι από το κρεβάτι που το πέταξε για να κάτσει και από τα νεύρα του όπως ένας σίφουνας ξεχύθηκε στον δρόμο. Δεν έκανε και πολλά βήματα όταν φάνηκε να περνάει μπροστά του ο παπάς του χωριού με μια τσάντα και το κομποσκοίνι στα χέρια του. Ο άγιος γύριζε στο σπίτι του από την πρωινή Θεία Λειτουργία. Φαινότανε βιαστικός, μα μόλις είδε τον Μιχάλη κοντοστάθηκε και χαμογελώντας τρυφερά μέσα από τα γένια του τον έπιασε στη συζήτηση. Με τι άλλο περιεχόμενο θα μπορούσε; Μα φυσικά τις χθεσινές εκλογές! Και έλεγε ο παπάς και άκουγε ο Μιχάλης. Ωστόσο, ενώ μίλαγε αυτός και τον κοίταζε στα μάτια…

«Θα έχει πλάκα», έκανε τη σκέψη από μέσα του σαρκαστικά, «να μου πει πως ο παπάς με ψήφισε. Τρελός θα πάρω σβάρνα τα βουνά, τις ρεματιές και τις ραχούλες και δεν ξέρω που θα καταλήξω!» Ευτυχώς, όμως, που ο ιερέας με βάση την θεολογία του αλλά και την πραγματική αγάπη που έτρεφε για όλους στο ποίμνιό του ήταν ειλικρινέστατος.

«Άκου τέκνο μου», άρχισε να του λέει κουνώντας το κομποσκοίνι στο χέρι του λες και ήταν σε κήρυγμα από τον Άμβωνα. «Εγώ είμαι παπάς και κοιτάω την Εκκλησία και τα πιστά αδέρφια μας. Δεν μπλέκομαι με τα κομματικά και τις εκλογές που αυτές τις μέρες μας χωρίζουνε. Γι’ αυτό βλέποντας στα μάτια τον Χριστό μας έριξα μέσα στην κάλπη ένα λευκό χαρτάκι. Έτσι, για να είμαι δίκαιος και να μην αδικήσω κανέναν από όλους εσάς που ήσασταν υποψήφιοι στο χωριό».

Από αυτά που άκουσε, όσο ντόμπρα και σταράτα και αν ήταν, δε θα μπορούσε ο Μιχάλης να πει ότι έμεινε και πολύ ευχαριστημένος Το είπε ξεκάθαρα ο ιερέας, πως και αυτός δεν τον ψήφισε. Όμως, ο ιερωμένος έριξε στο κουτί λευκό χαρτί για να λέει πως είναι δίκαιος απέναντι στους υποψήφιους και όχι πως δεν τους αγαπούσε και δεν ήθελε να τους ψηφίσει. Έτσι ερμήνευε την λευκή ψήφο ο Εφημέριος, έτσι και έκανε. Συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους που διακονούνε τον Θεό. Δε θέλουνε να στεναχωρούνε το ποίμνιο.

Χωρίς να ανοίξει το στόμα του και να απαντήσει στον παπά ο Μιχάλης φίλησε με σεβασμό την δεξιά του και έφυγε από κοντά του. Βαδίζοντας πέρασε την γέφυρα πάνω από το ποτάμι, που χωρίζει στα δυο το χωριό. Ίσια για το σπίτι του, χωρίς να το καταλάβει, ο δρόμος τον έφερε μπροστά στις δυο εξώπορτες της αυλής του σπιτιού του αδερφού του. Τον βρήκε την ώρα που πότιζε το άλογο στην τουλούμπα. Είναι αλήθεια, πως και τα δύο τα παιδιά τρέφανε μεγάλο σεβασμό ο ένας για τον άλλον. Και προπάντων υπήρχε αγάπη μεταξύ τους. Στις δουλειές ήταν μαζί, στις πίκρες και τα βάσανα, στα καλά και τα άσχημα, παντού και πάντα πραγματικά αδέρφια. Αλλά και αυτός όπως παραδέχτηκε δεν το ψήφισε στις εκλογές :

«Μιχαλάκη», άρχισε σχεδόν να του ψιθυρίζει και να του λέει με γλυκύτατη φωνή, που θα μπορούσε να ημερέψει ακόμα και λιοντάρι από τον θυμό του και με ένα ύφος που μαρτυρούσε ενοχή. Αδερφέ, και εμείς με τη γυναίκα μου δεν σε ψηφίσαμε. Ψηφίσαμε τον άλλον που είναι και συγγενής της. Η γυναίκα το ήθελε βλέπεις. Και αυτό γιατί υπολογίσαμε πως εσύ δεν είχες ανάγκη από ψήφους. Είμασταν σίγουροι πως θα σε ψήφιζε όλο το χωριό. Τι να κάνουμε. Πέσαμε έξω στις προβλέψεις μας και σε αδικήσαμε! Ζητάω από σένα να με συγχωρέσεις!»

Άντε και εδώ πάλι τώρα, όπως και στη μάνα σου, να μιλήσεις και να απαντήσεις αυτήν τη φορά στον αδερφό σου για τη συμπεριφορά του απέναντί σου, που ο αφιλότιμος άκουσε τη γυναίκα του και δεν έριξε σ’ αυτόν την ψήφο που ήταν αδερφός του. Θυμίζει λίγο τον

Αδάμ της Διαθήκης, που και αυτός, χωρίς να το καταλάβει πιάστηκε κοροΐδάκι της μιας και μοναδικής γυναίκας στον κόσμο, της Εύας!

«Πω πω! σκέφτηκε Κοίταξε φίλε μου, κοίταξε να δεις πως ψηφίζει ο κόσμος! Και για να μη θυμώσει και με τον αδερφό του γέλασε εντελώς μηχανικά. Αλλά από μέσα του ήτανε κάργα στεναχωρημένος.

Με τα πολλά έφτασε και στο σπίτι του. Όταν το πρωί έφυγε η γυναίκα του ακόμα κοιμότανε. Τώρα με την ποδιά μπροστά της έβραζε το φαγητό στη φωτιά και σκούπιζε τα μάτια της από τα κρεμμύδια που έκοψε. Σαν τον είδε να έρχεται έκατσε αναπαυτικά σε ένα σκαμνί και με φωνή γατούλας που νιαουρίζει του είπε:

-Αχ βρε άντρα μου! Τι κρίμα που δεν βγήκες πρόεδρος για να μας βλέπουνε όλοι και να μας ζηλεύουνε. Και πιο πολύ για να σκάσουνε οι γείτονες, που πήρανε τρακτέρ «φέρκισον» με κουβούκλιο και μας κοκορεύονται.

-Άστα αυτά, της είπε αυτός σκασμένος και συννεφιασμένος από την κατάσταση, και πες μου γρήγορα. Εσύ γιατί δε με ψήφισες;

-Τι να σου πω, του απάντησε αμέσως εκείνη αφήνοντας κατά μέρος τη χαδιάρικη φωνή Ε! ναι λοιπόν θα σου απαντήσω. Και πολύ εκνευρισμένη, όσο δεν περίμενε, συνέχισε:

-Πρώτα, όμως, θέλω να μου πεις γιατί και εσύ δεν ψήφισες τον εαυτό σου!

Εκείνο το πρωινό στο σπίτι του Μιχάλη, οι γείτονες και οι περαστικοί που περνάγανε από εκεί ακούγανε μεγάλο καβγά. Μπάσο φωνή αυτός, πρίμο η γυναίκα του, μια κιθάρα ακούρδιστη και μια χορωδία ασυντόνιστη, σήμα κατατεθέν μιας πολύ γνωστής μας Χώρας και Κράτους όσο κρατάνε οι εκλογές. Κατηγόριες ανυπόστατες και υπαρκτές, φωνές και τσιρίδες για σεβασμό και αξιοπρέπεια, επικλήσεις για πολιτισμό και ήθος με λόγια «πτερόεντα» και εις «ώτα μη ακουόντων», προπάντων δε… καβγάς για το τίποτα!

Γιατί εδώ που τα λέμε αύριο το ζευγάρι πάλι μαζί θα πορεύεται στη ζωή, πάλι μαζί θα πηγαίνει γεμάτο αγάπη και έρωτα, πάλι μαζί θα μαλώνει και ξανά τα ίδια και τα ίδια. Πάντοτε, βέβαια, μπροστά στα έκπληκτα μάτια των χωριανών του για όλες αυτές τις παραξενιές που το δέρνουνε και γενικότερα μπροστά στην απορία όλων όσων τους ξέρουνε. Προς το παρόν, όμως, ακόμα μαλώνει το ζευγάρι στο σπίτι. Άντρας και γυναίκα ψάχνουνε να βρούνε την ψήφο τους. Στα χαμένα όμως. Δεν θα τη βρούνε ποτέ. Γιατί ο

μεν Μιχάλης- Μιχαλάκης, πέστε τον όπως θέλετε, όταν πήγε στην κάλπη δεν ψήφισε τον εαυτό του. Ο άνθρωπος την τελευταία στιγμή μετάνιωσε και δεν ήθελε να γίνει πρόεδρος. Ήθελε, όμως, την ψήφο των άλλων! Και στεναχωρήθηκε που δεν την πήρε. Από την άλλη μεριά η γυναίκα του και αυτή δεν ψήφισε τον άντρα της επειδή η παμπόνηρη κατάλαβε τη μεταστροφή του αυτή και έτσι θεωρούσε γι’ αυτόν την ψήφο της χαμένη. Η υποκρισία στο έπακρον. Τι να πει κανένας… Όλα τα περίεργα στον κόσμο μας γίνονται. Η «λάγνα» και «εταίρα» πολιτική μας ποτέ δεν μας αφήνει να δούμε μια άσπρη μέρα!

ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Share on Google Plus

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.

Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.