Οι συνθήκες μέσα μου δεν ήταν τόσο ψυχρές όταν αποφάσισα να υποστηρίξω δημόσια την Αχτσιόγλου. Είχα μόλις περάσει μια μακρόσυρτη περίοδο με μια πικρή γεύση στο στόμα. Συνοδεία είχα μια λανθάνουσα θλίψη που επέμενε να ζωγραφίζεται στο πρόσωπο μου παρά τη φιλότιμη προσπάθεια μου να προσποιούμαι τον φλεγματικό. Οι εκλογές μου είχαν αφήσει αυτόν τον βαθύ και βουβό πόνο που νιώθουν οι ηττημένοι. Το αίσθημα της ήττας στις εκλογές, λένε, μοιάζει με του πένθους, κι εγώ πενθούσα.
Η επιλογή μου, πάντως, διαμορφώθηκε με ψυχρά κριτήρια. Το ερώτημα ήταν απλό αλλά ουσιώδες: ποιος ή ποια από τους δυνάμει υποψηφίους διαθέτει εκείνες τις ιδιότητες που θα επιτρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ανακάμψει;
Η Έφη πληρούσε καταρχήν τις βασικές προδιαγραφές. Διαθέτοντας υψηλού επιπέδου επιστημονική συγκρότηση, αξιόλογη κοινοβουλευτική παρουσία, σημαντική κομματική εμπειρία αλλά και ένα άφθαρτο παρελθόν, η Αχτσιόγλου συνιστούσε μια από τις λίγες διαθέσιμες εναλλακτικές.
Η Έφη ενσαρκώνει την εικόνα της Αριστεράς του εικοστού πρώτου αιώνα. Νέα χειραφετημένη γυναίκα, επιστήμονας, μητέρα, η οποία πασχίζει ανάμεσα σε ανταγωνιστικές απαιτήσεις, της πολιτικής και της μητρότητας. Την ώρα που οι άνδρες συνάδελφοί της, σχεδόν πάντα, απολαμβάνουν την πολυτέλεια κάποια άλλη να ασχολείται με τα παιδιά στο σπίτι, αυτή κάνει διπλές βάρδιες. Αυτό το τελευταίο δεν γράφεται στο βιογραφικό της, σε καμιάς το βιογραφικό δεν γράφεται. Στον κόσμο της πατριαρχίας, οι γυναίκες δεν πρέπει απλώς να είναι κατάλληλες για τη δουλειά, αλλά να αποδεικνύουν πως είναι και ανθεκτικότερες. Με όρους αθλητισμού είναι σαν να σου ζητάνε να κάνεις δύο αθλήματα ταυτόχρονα προκειμένου να σου μετρηθεί η επίδοση στο ένα.
Η Έφη εκφράζει μια εκδοχή σύγχρονης Αριστεράς που αναζητά τη σύζευξη πολλαπλών κοινωνικών ευαισθησιών αλλά δεν είναι η «Αριστερά του χαβιαριού». Προέχει γι’ αυτήν η απάντηση στη φτώχεια, στην εκμετάλλευση, στα ταξικά εμπόδια. Η καρδιά της χτυπάει εκεί όπου η εκμετάλλευση και η ανισότητα συνεχίζουν να υφίστανται. Υπό αυτήν την έννοια, η Έφη αναπνέει τον αέρα του κλασικού σοσιαλισμού. Εμένα, με τις πιο φιλελεύθερες ευαισθησίες,
καμιά φορά μου φαίνεται παλιομοδίτικο αυτό, αλλά αυτή είναι η Έφη.
Το σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή μου, πάντως, ήταν άλλο: η απήχηση πέραν του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Γιατί δεν χωρά συζήτηση, πως όποια κι αν είναι τα ταλέντα των υποψηφίων, η δημοφιλία και η απήχηση τους στο ευρύτερο ακροατήριο αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει προοπτική για το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Υποτίμηση αυτού του κριτηρίου δεν χωρά, οδηγεί σε συλλογική αυτοκτονία.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς περιττές αναστολές. Με εξαίρεση την Έφη, κανείς από τους υπάρχοντες υποψηφίους -κι όταν λέω κανείς, εννοώ κανείς- δεν διευρύνει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όλες οι έρευνες κοινής γνώμης το φωνάζουν. Η Έφη δεν διαθέτει απλώς την υψηλότερη δημοφιλία ανάμεσα σε όλους τους υποψήφιους. Έχει σοβαρή επιρροή στον κεντρώο και κεντροαριστερό κοινό και είναι η μόνη, που δυνητικά από την επόμενη κιόλας μέρα της εκλογής της αυξάνει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ξεπηδά, βεβαίως, σε πολλούς μια γνήσια αγωνία: μπορεί η Έφη να τα καταφέρει σε αυτό το «δύσκολο κόμμα»; Μπορεί να καλύψει το κενό του Τσίπρα;
Αναμφίβολα, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αγάπησε πολύ τον Αλέξη Τσίπρα. Είναι ο ένας, ο μοναδικός. Η απουσία του προκαλεί εύλογη ανασφάλεια και πλάθει ένα αίσθημα που προσομοιάζει με αυτό του πένθους. Και το πένθος ο καθένας το βιώνει με τον δικό του τρόπο. Άλλος βουβά, άλλος με θυμό.
Αυτό το γνήσιο αίσθημα της απώλειας είναι κατανοητό και έχει τον απέραντο σεβασμό μου. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να έχει μέλλον, όχι μόνο παρελθόν. Δεν μπορεί να πενθεί διαρκώς, πρέπει να προχωρήσει. Εκτός κι αν αντέχουμε η ΝΔ να κυβερνά συνεχώς για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Μερικοί, καλοπροαίρετα ή με κακεντρέχεια, παραλληλίζουν την Έφη με τον Σημίτη στη μετά Ανδρέα Παπανδρέου περίοδο. Άλλοι με τον Μητσοτάκη στη μετά Κώστα Καραμανλή εποχή. Και στις δύο περιπτώσεις, τους δημοφιλείς ηγέτες διαδέχθηκαν όχι το ίδιο δημοφιλείς προσωπικότητες εντός των κομμάτων τους. Χωρίς αμφιβολία, ούτε ο Σημίτης ούτε ο Μητσοτάκης αγαπήθηκαν ή θα αγαπηθούν ποτέ όσο αγαπήθηκαν ο Παπανδρέου ή ο Καραμανλής. Όμως, τόσο ο Σημίτης όσο κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχαν ένα σημαντικό προσόν: διέθεταν απήχηση ευρύτερη του χώρου τους.
Η Έφη δεν μοιάζει ούτε του Σημίτη, ούτε του Μητσοτάκη. Αλλά πράγματι είναι πολύ διαφορετική κι από τον Τσίπρα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυία για να καταλάβει κανείς το διαφορετικό ταπεραμέντο του καθενός. Ας μιλήσουμε με ωμή ειλικρίνεια: η Έφη δεν πρόκειται ποτέ να συνεπάρει τα πλήθη όπως ο Τσίπρας. Δεν θα αγαπηθεί ποτέ όπως αυτός. Δεν έχει αυτό το ξεσηκωτικό. Δεν θα το αποκτήσει ποτέ. Αν αυτό γυρεύετε από την Έφη τότε καλύτερα ψάξτε αλλού (που;).
Η Έφη είναι ήρεμη δύναμη. Δεν φωνάζει κι όμως ακούγεται. Ξέρει πως αν έχεις κάτι να πεις, ακούγεσαι μιλώντας και χαμηλόφωνα. Όποιος, πάντως, θεωρεί αυτήν την ηρεμία ένδειξη έλλειψης αποφασιστικότητας, λυπάμαι, θα εκπλαγεί. Κι όποιος ατίθασος λεβέντης υποτιμήσει «τη γροθιά» της Αχτσιόγλου ελπίζω για καλό του να μη χρειαστεί να τη δοκιμάσει.
Η Αχτσιόγλου κυριαρχείται από μια βαθιά κι ανυποχώρητη αφοσίωση στις ιδέες και στους ανθρώπους. Αυτήν την επίμονη αφοσίωση που οι γυναίκες δείχνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Γιατί μπορεί η πατριαρχία να θέλει οι άνδρες να είναι αυτοί που εμπνέουν και ξεσηκώνουν τα πλήθη στην πολιτική, αλλά η ζωή μου έμαθε πως αν ψάχνουμε για ανυποχώρητη αφοσίωση και ακατάβλητη πίστη, καλύτερα να κοιτάζουμε προς τη μεριά των γυναικών.
Κι αυτή η αφοσίωση σε αξίες, αρχές και ανθρώπους μπορεί μετατραπεί σε ελπίδα για τους περισσότερο ευάλωτους, τους πιο αδύναμους, αυτούς που έχουν ανάγκη.
Εντέλει ελπίδα για την ίδια τη χώρα.
Η επιλογή μου, πάντως, διαμορφώθηκε με ψυχρά κριτήρια. Το ερώτημα ήταν απλό αλλά ουσιώδες: ποιος ή ποια από τους δυνάμει υποψηφίους διαθέτει εκείνες τις ιδιότητες που θα επιτρέψουν στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ να ανακάμψει;
Η Έφη πληρούσε καταρχήν τις βασικές προδιαγραφές. Διαθέτοντας υψηλού επιπέδου επιστημονική συγκρότηση, αξιόλογη κοινοβουλευτική παρουσία, σημαντική κομματική εμπειρία αλλά και ένα άφθαρτο παρελθόν, η Αχτσιόγλου συνιστούσε μια από τις λίγες διαθέσιμες εναλλακτικές.
Η Έφη ενσαρκώνει την εικόνα της Αριστεράς του εικοστού πρώτου αιώνα. Νέα χειραφετημένη γυναίκα, επιστήμονας, μητέρα, η οποία πασχίζει ανάμεσα σε ανταγωνιστικές απαιτήσεις, της πολιτικής και της μητρότητας. Την ώρα που οι άνδρες συνάδελφοί της, σχεδόν πάντα, απολαμβάνουν την πολυτέλεια κάποια άλλη να ασχολείται με τα παιδιά στο σπίτι, αυτή κάνει διπλές βάρδιες. Αυτό το τελευταίο δεν γράφεται στο βιογραφικό της, σε καμιάς το βιογραφικό δεν γράφεται. Στον κόσμο της πατριαρχίας, οι γυναίκες δεν πρέπει απλώς να είναι κατάλληλες για τη δουλειά, αλλά να αποδεικνύουν πως είναι και ανθεκτικότερες. Με όρους αθλητισμού είναι σαν να σου ζητάνε να κάνεις δύο αθλήματα ταυτόχρονα προκειμένου να σου μετρηθεί η επίδοση στο ένα.
Η Έφη εκφράζει μια εκδοχή σύγχρονης Αριστεράς που αναζητά τη σύζευξη πολλαπλών κοινωνικών ευαισθησιών αλλά δεν είναι η «Αριστερά του χαβιαριού». Προέχει γι’ αυτήν η απάντηση στη φτώχεια, στην εκμετάλλευση, στα ταξικά εμπόδια. Η καρδιά της χτυπάει εκεί όπου η εκμετάλλευση και η ανισότητα συνεχίζουν να υφίστανται. Υπό αυτήν την έννοια, η Έφη αναπνέει τον αέρα του κλασικού σοσιαλισμού. Εμένα, με τις πιο φιλελεύθερες ευαισθησίες,
καμιά φορά μου φαίνεται παλιομοδίτικο αυτό, αλλά αυτή είναι η Έφη.
Το σημαντικότερο κριτήριο για την επιλογή μου, πάντως, ήταν άλλο: η απήχηση πέραν του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Γιατί δεν χωρά συζήτηση, πως όποια κι αν είναι τα ταλέντα των υποψηφίων, η δημοφιλία και η απήχηση τους στο ευρύτερο ακροατήριο αποτελεί την αναγκαία συνθήκη για να υπάρξει προοπτική για το ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Υποτίμηση αυτού του κριτηρίου δεν χωρά, οδηγεί σε συλλογική αυτοκτονία.
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς περιττές αναστολές. Με εξαίρεση την Έφη, κανείς από τους υπάρχοντες υποψηφίους -κι όταν λέω κανείς, εννοώ κανείς- δεν διευρύνει την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Όλες οι έρευνες κοινής γνώμης το φωνάζουν. Η Έφη δεν διαθέτει απλώς την υψηλότερη δημοφιλία ανάμεσα σε όλους τους υποψήφιους. Έχει σοβαρή επιρροή στον κεντρώο και κεντροαριστερό κοινό και είναι η μόνη, που δυνητικά από την επόμενη κιόλας μέρα της εκλογής της αυξάνει τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ξεπηδά, βεβαίως, σε πολλούς μια γνήσια αγωνία: μπορεί η Έφη να τα καταφέρει σε αυτό το «δύσκολο κόμμα»; Μπορεί να καλύψει το κενό του Τσίπρα;
Αναμφίβολα, ο κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αγάπησε πολύ τον Αλέξη Τσίπρα. Είναι ο ένας, ο μοναδικός. Η απουσία του προκαλεί εύλογη ανασφάλεια και πλάθει ένα αίσθημα που προσομοιάζει με αυτό του πένθους. Και το πένθος ο καθένας το βιώνει με τον δικό του τρόπο. Άλλος βουβά, άλλος με θυμό.
Αυτό το γνήσιο αίσθημα της απώλειας είναι κατανοητό και έχει τον απέραντο σεβασμό μου. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ πρέπει να έχει μέλλον, όχι μόνο παρελθόν. Δεν μπορεί να πενθεί διαρκώς, πρέπει να προχωρήσει. Εκτός κι αν αντέχουμε η ΝΔ να κυβερνά συνεχώς για τα επόμενα είκοσι χρόνια.
Μερικοί, καλοπροαίρετα ή με κακεντρέχεια, παραλληλίζουν την Έφη με τον Σημίτη στη μετά Ανδρέα Παπανδρέου περίοδο. Άλλοι με τον Μητσοτάκη στη μετά Κώστα Καραμανλή εποχή. Και στις δύο περιπτώσεις, τους δημοφιλείς ηγέτες διαδέχθηκαν όχι το ίδιο δημοφιλείς προσωπικότητες εντός των κομμάτων τους. Χωρίς αμφιβολία, ούτε ο Σημίτης ούτε ο Μητσοτάκης αγαπήθηκαν ή θα αγαπηθούν ποτέ όσο αγαπήθηκαν ο Παπανδρέου ή ο Καραμανλής. Όμως, τόσο ο Σημίτης όσο κι ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχαν ένα σημαντικό προσόν: διέθεταν απήχηση ευρύτερη του χώρου τους.
Η Έφη δεν μοιάζει ούτε του Σημίτη, ούτε του Μητσοτάκη. Αλλά πράγματι είναι πολύ διαφορετική κι από τον Τσίπρα. Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυία για να καταλάβει κανείς το διαφορετικό ταπεραμέντο του καθενός. Ας μιλήσουμε με ωμή ειλικρίνεια: η Έφη δεν πρόκειται ποτέ να συνεπάρει τα πλήθη όπως ο Τσίπρας. Δεν θα αγαπηθεί ποτέ όπως αυτός. Δεν έχει αυτό το ξεσηκωτικό. Δεν θα το αποκτήσει ποτέ. Αν αυτό γυρεύετε από την Έφη τότε καλύτερα ψάξτε αλλού (που;).
Η Έφη είναι ήρεμη δύναμη. Δεν φωνάζει κι όμως ακούγεται. Ξέρει πως αν έχεις κάτι να πεις, ακούγεσαι μιλώντας και χαμηλόφωνα. Όποιος, πάντως, θεωρεί αυτήν την ηρεμία ένδειξη έλλειψης αποφασιστικότητας, λυπάμαι, θα εκπλαγεί. Κι όποιος ατίθασος λεβέντης υποτιμήσει «τη γροθιά» της Αχτσιόγλου ελπίζω για καλό του να μη χρειαστεί να τη δοκιμάσει.
Η Αχτσιόγλου κυριαρχείται από μια βαθιά κι ανυποχώρητη αφοσίωση στις ιδέες και στους ανθρώπους. Αυτήν την επίμονη αφοσίωση που οι γυναίκες δείχνουν με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο. Γιατί μπορεί η πατριαρχία να θέλει οι άνδρες να είναι αυτοί που εμπνέουν και ξεσηκώνουν τα πλήθη στην πολιτική, αλλά η ζωή μου έμαθε πως αν ψάχνουμε για ανυποχώρητη αφοσίωση και ακατάβλητη πίστη, καλύτερα να κοιτάζουμε προς τη μεριά των γυναικών.
Κι αυτή η αφοσίωση σε αξίες, αρχές και ανθρώπους μπορεί μετατραπεί σε ελπίδα για τους περισσότερο ευάλωτους, τους πιο αδύναμους, αυτούς που έχουν ανάγκη.
Εντέλει ελπίδα για την ίδια τη χώρα.
Ο Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής πολιτικής επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην ειδησεογραφική ιστοσελίδα News247 (https://shorturl.at/bfpF7).
ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΗ!
(Πρωτοβουλία για την υποστήριξη της υποψηφιότητας της Έφης Αχτσιόγλου)
(Πρωτοβουλία για την υποστήριξη της υποψηφιότητας της Έφης Αχτσιόγλου)
Blogger Comment
Facebook Comment