10.9.23

''Αχ βρε Αντώνη, γιατί άργησες!''


Κατάπτυστος για τη διαφορά του. Είναι αδύναμος, ομοφυλόφιλος, Ρομά, ΑΜΕΑ, μετανάστης. Στην αξιακή μας κλίμακα δεν μπορεί να κατέχει την ίδια θέση με τους «κανονικούς», είναι πρόκληση. Ο νοητικά αδύναμος στην κοινότητα θα περιθωριοποιηθεί, ο ομοφυλόφιλος θα γευτεί τη χλεύη, ο Ρομά «καλά να πάθει», ο ΑΜΕΑ «τι να τον κάνουμε, έτσι τον έκανε ο Θεός» και ο μετανάστης «δεν έχει καμιά δουλειά στην πατρίδα μας». Αφού διαφέρει πώς μπορεί να είναι ισότιμος σε μια κοινωνία κανονικότητας, υποδειγματική στο ήθος της και απρόσμικτη στη σύσταση της; Αφού διαφέρει δεν κάνει για κανένα τόπο, για κανέναν καιρό.

Γεγονότα που σοκάρουν γίνονται αδιάψευστοι μάρτυρες ρατσισμού και απανθρωπιάς σε μια χώρα που αρέσκεται να περιαυτολογεί περί του αντιθέτου.

Ο Αντώνης του Αγίου Νικολάου δεν έπιανε πολλά στο χρηματιστήριο αξιών της ανθρώπινης ζωής. Δεν αποτιμώνται όλοι το ίδιο, σε μια κοινωνία δεμένη στο άρμα των κοινωνικών προκαταλήψεων και λειτουργεί ακόμα τιμωρητικά, ασκεί βία, καταδικάζει, απομονώνει, αλλά και σκοτώνει.

Αχ βρε Αντώνη, τι δουλειά είχες να πηγαίνεις τρεις και δύο στην Αθήνα! Ταξίδια πάνε οι κανονικοί, αυτοί που δεν υπολείπονται στον δείκτη νοημοσύνης τους, αυτοί που έχουν την άνεση να κάνουν διακοπές και δικαιούνται τον σεβασμό με την ευπρεπή παρουσία τους και το παχυλό πορτοφόλι τους. Εσύ δεν είχες σταθερή δουλειά, δε γνώριζες κάποια τέχνη, δεν είχες σπουδάσει. Ήξερες όμως, όπως λένε οι συγχωριανοί σου, να αγαπάς τους πάντες και να βοηθάς εκεί όπου μπορούσες.

Αχ βρε Αντώνη, ξέραν οι λιμενικοί πως κάνεις συχνά το ταξίδι Ηράκλειο Πειραιάς και ότι συχνά κατέφθανες τελευταίος και χαμογελαστός. Θυμώνανε που αργούσες, τι κι αν βλέπανε τη διαφορά.

Αχ, βρε Αντώνη, δεν επιτελούσες τις κοινωνικές επιταγές που απαιτούσαν από εσένα! Δεν χρειαζόσουν καμιά ειδική μεταχείριση, καμιά συμπάθεια και καλοσύνη για την υστέρηση σου. «Οι κανονικοί», οι ευφυείς, οι έχοντες, οι βλέποντες, οι ακούοντες δε συγχωρούν τις ατέλειες. Αυτοί στο κέντρο, οι άλλοι στις παρυφές.

Πού να ξέρες βρε Αντώνη, πως σε αυτούς που χαμογελάς θυμώνουν, θυμώνουν πολύ, γιατί είναι τέλειοι και πρέπει να επιβάλλουν τη δική τους τελειότητα ακόμα και με την απόρριψη ή την περιθωριοποίηση.

Αχ βρε Αντώνη, καβαλούσες το ποδήλατο σου από τις εργατικές κατοικίες και πήγαινες σε θελήματα, για το χαρτζιλίκι. Όλος μια αθωότητα, αυτό η ψυχή σου, αυτό και το συμπλήρωμα στα άλλα σου ελλείμματα.

Πού να ξέρες βρε Αντώνη, ότι έπρεπε να φτάσεις ένα λεπτό νωρίτερα, γιατί το πλοίο δεν μπορούσε να καθυστερήσει -άλλωστε τα δρομολόγια τηρούνται με ευλάβεια.

Πού να ξέρες βρε Αντώνη πως απέναντι σου είχες υπανθρώπους λιμενικούς. Το παν η ακρίβεια! Τι κι αν πρόκειται για μια ανθρώπινη ζωή; Προσπαθούσες να μπεις ενώ ξεκίναγε το πλοίο και αντί να σε τραβήξει ο ύπαρχος του πλοίου σε απωθούσε. Δεν τον ένοιαζε αν έπεφτες στη θάλασσα. Σημασία είχε το σινιάλο του. Το πλοίο να ξεκινήσει.

Αχ βρε Αντώνη, δεν κατάλαβες το μίσος γιατί δεν είχες. Και πως κανείς να καταλάβει ότι στα υλικά αυτού του κόσμου περισσεύει η κακία και ο ρατσισμός, αφού «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ» Ο. Ελύτης