@
Του Γιάννη Πετρόπουλου
Όσο ήμασταν παιδιά, ένα φόβο είχαμε. Μην πεταχτεί κατά λάθος η μπάλα στο μπαξέ ή την αυλή του. Πανικός. Ποιος θα πάει να την πάρει και πώς θα τη βρει. Σπάνια την παίρναμε πίσω “ζωντανή”. Πολλές φορές δεν την παίρναμε. Ποιος θα τολμούσε να κάνει κάτι τέτοιο. Κανείς.
Το όνομά του είχε χτιστεί σε μας τα παιδιά της γειτονιάς με τα μελανώτερα ονόματα. “Ανάπoδος”, “κακός”, “στριμμένος”, “αντάρτης”.
Τις λέξεις δεν τις κατανοούσαμε καλά, κυρίως τη λέξη “αντάρτης”, αλλά αυτό ήταν το τελευταίο. Εμείς ένα πράγμα ξέραμε. Αν η μπάλα έπεφτε στην αυλή του, κανείς δεν μπορούσε να μπει στην αυλή του για να την πάρει. Περιμέναμε με τις ώρες μη και πεταχτεί προς το μέρος μας σαν τρομαγμένο πουλί, αλλά αυτό δε συνέβαινε ποτέ.
Πλαστικές, πάνινες μπάλες, έτσι κι έπεφταν στην αυλή του χάνονταν για πάντα. Ούτε μπαμπάς ή μαμά μπορούσε να μπει στην αυλή του να ζητήσει το λόγο. Τον ήξεραν. Όπως και τη γυναίκα του. Τα παιδιά του δεν τα είχαμε δει ποτέ. Έλεγαν οι συγχωριανοί πως ήταν στην Αθήνα.
Ο Νικολός δέχτηκε απρόσμενα ένα δώρο από τους γονείς του από το Μόναχο της Γερμανίας ένα δέμα. Μέσα στο δέμα και μια πραγματική μπάλα ποδοσφαίρου. Η χαρά απερίγραπτη. Το ίδιο και το παιχνίδι στην γειτονική , μεγάλη αυλή του Βαγγέλη, του καλόκαρδου. Ένα είχαμε στο νου μας. Μην πέσει η μπάλα στην αυλή του κακού.
Ποτέ μη πεις όμως ποτέ. Όχι γιατί το είπε ο Τζέιμς Μποντ, αλλά γιατί έτσι είναι η ζωή. Ούτε ποτέ υπάρχει ούτε δεν υπάρχει ούτε σιγουριά ούτε μόνο ανασφάλεια. Ποτέ δεν μπορείς να βάλεις φράχτη εκεί που ήδη υπάρχει φράχτης. Κι όμως η καινούργια μπάλα πέρασε το μεγάλο φράχτη και μπήκε στην αυλή του “κακού”.
Πάγωσε το αίμα μας.
Ολοκαίνουργια μπάλα, σαν αυτές που βλέπαμε στο μουντιάλ με τον Πελέ, και όμως δεν την είχαμε χορτάσει. Μείναμε νηστικοί.
“Πάει!”, είπε ο Νικολός αναστενάζοντας.
Τότε πήρα την απόφαση να πάω να την ελευθερώσω. Παιδί ήμουν κι εγώ, αλλά μάλλον είχα το θάρρος. Από πού! Ίσως λόγο χαρακτήρα, μπορεί και από το θεό. Ποιος ξέρει πώς λειτουργεί ένα παιδί θυμωμένο ή και βαλαντωμένο.
Στάθηκα έξω από τη μεγάλη μαντεμένια εξώπορτα και κοίταξα. Η μπάλα στον μπαξέ. Ο “κακός” πουθενά. Ούτε η γυναίκα του.
Έπιασα τα κάγκελα και έβαλα το πόδι στο κενό της μεγάλης, επιβλητικής εξώπορτας.
«Τι κάνεις εκεί!», φώναξε από τη βεράντα.
Έμεινα με το ένα πόδι στον αέρα.
«Η μπάλα……..», είπα τραυλίζοντας κι έμεινα εκεί παγωμένος.
«Ποια μπάλα!»
Δε μίλησα. Έμεινα με το πόδι μετέωρο.
Προχώρησε προς το μέρος μου αγέρωχος. Το πόδι εκεί και έτρεμε.
Με πλησίασε.
«Εσύ είσαι Γιάννη!».
Ξεροκατάπια και δεν μίλησα. Τι να έλεγα! Το όνομά μου το ήξερα, αλλά δεν μπορούσα να το πω. Ο φόβος σε κάνει να κατουριέσαι, όχι να κάνεις αναφορά σα στρατιώτης.
«Πού είναι;», ρώτησε κοιτάζοντας στον μπαξέ του.
Πάλι δε μίλησα.
Προχώρησε μέσα στο μπαξέ, χάθηκε μέσα στις ντοματιές και γρήγορα επέστρεψε.
«Να πεις στον παππού σου τα δέοντα», είπε, μου πρόσφερε την μπάλα χαμογελώντας κουνώντας αινιγματικά το κεφάλι.
«Να τον ρωτήσεις τι περάσαμε στο Ελμπασάν και να του πεις να πει την ιστορία με τα ρεβίθια», είπε βλέποντάς με να τρέχω προς τη παρέα των παιδιών.
Μόνο η λέξη Ελμπασάν έμεινε στο αυτί μου. Η χαρά με τη μπάλα αγκαλιά, απερίγραπτη.
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου
Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.
Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.