Φόρμα επικοινωνίας

Όνομα

Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο *

Μήνυμα *

Για το νέο δίσκο του Γιάννη Ανδρόνογλου (του Μάρκου Τσέτσου*)



Κείμενο που αναγνώστηκε κατά την παρουσίαση του δίσκου Ioannis Andronoglou performs Domeniconi, Dyens, Yilmaz  (Αεράκης-Κρητικό Μουσικό Εργαστήρι & Σείστρον, 2023) στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στις 15 Φεβρουαρίου 2024.

του Μάρκου Τσέτσου*

Έχω πολλούς λόγους να είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος και συγκινημένος που συμμετέχω σήμερα στην παρουσίαση του νέου δίσκου του Γιάννη Ανδρόνογλου. Πρώτα απ' όλα, υπό την επίβλεψή μου ο Γιάννης εκπόνησε μία εξαιρετική διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ε.Κ.Π.Α., όπου παρακολουθεί την εξέλιξη των τεχνικών της κιθάρας στην Ελλάδα φτάνοντας πίσω μέχρι την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Η διατριβή του αποτελεί μοναδική και σπάνια συνεισφορά στην επιστημονική μελέτη της ιστορίας ενός οργάνου, του οποίου η ανάπτυξη στη χώρα μας υπήρξε πρωτόγνωρη σε σχέση τα υπόλοιπα. Επιτρέψτε μου λοιπόν να δώσω ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι ο Γιάννης Ανδρόνογλου δεν είναι μόνο εξαιρετικός κιθαρίστας, αλλά και εξαιρετικός επιστήμονας. Και αυτά τα δύο δεν είναι τόσο χωριστά όσο νομίζουμε, αλλά επηρεάζουν το ένα το άλλο. Για να το θέσω απλά, ο Γιάννης παίζει καλά αυτά που παίζει μεταξύ άλλων επειδή έχει γνώσεις γύρω από αυτά που παίζει και οι γνώσεις του αυτές είναι καλές και θεμελιωμένες μεταξύ άλλων επειδή παίζει ο ίδιος αυτά που μελετά. Ένας ακόμη λόγος που σήμερα είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος είναι γιατί βρίσκεται μαζί μας ο σπουδαίος κιθαριστής Κώστας Κοτσιώλης. Είναι γνωστό ότι ο Κοτσιώλης υπήρξε δάσκαλος του Γιάννη. Κάτι που δεν είναι γνωστό είναι ότι υπήρξε για ένα διάστημα και δικός μου δάσκαλος. Και αυτά που έμαθα από τον Κοτσιώλη τα αναγνωρίζω σήμερα στο παίξιμο του Γιάννη: δυνατός και λαμπερός ήχος, σεβασμός στο μουσικό κείμενο, ερμηνευτική αυτοπειθαρχία, ορθή απόδοση των φράσεων, της δυναμικής, της άρθρωσης, των αντιθέσεων και πολλά άλλα. Πρόκειται για αρετές της ερμηνείας τις οποίες εύκολα μπορεί κανείς να διακρίνει και στις νέες ηχογραφήσεις του Γιάννη. Επιτρέψτε μου ωστόσο να μη μείνω σε αυτές, αλλά να εστιάσω στη μουσική.
Ο Γιάννης Ανδρόνογλου 

Για το νέο του άλμπουμ ο Γιάννης Ανδρόνογλου επέλεξε τρεις συνθέτες: τον Ιταλό Carlo Domeniconi (γενν. 1947), τον Γάλλο Ronald Dyens (1955-2016) και τον Τούρκο Serkan Yilmaz (γενν. 1976). Παρά τη διαφορετική καταγωγή, τους τρεις συνθέτες συνδέουν πολλά κοινά. Πρώτα απ' όλα και οι τρεις γράφουν προσβάσιμη στο ευρύ κοινό τονική μουσική, ενσωματώνοντας αβίαστα στοιχεία λειτουργικής τονικότητας, τροπικότητας και διευρυμένης τονικότητας. Κατόπιν, και οι τρεις γράφουν απλά: ομοφωνική υφή με πρωταγωνιστικό το ρόλο της μελωδίας και λιτή αρμονική συνοδεία με περιστασιακές πολυφωνικές παρεμβάσεις που τη ζωντανεύουν. Κοινό τους γνώρισμα επίσης είναι ότι όλοι τους είναι κιθαριστές, που σημαίνει ότι ξέρουν να γράφουν καλά, άνετα και αποτελεσματικά για το όργανο. Το κυριότερο όμως είναι ότι και οι τρεις συνθέτες αξιοποιούν υλικό από τη λαϊκή μουσική, κυρίως των χωρών της Μεσογείου. Για την ακρίβεια, τρία από τα τέσσερα έργα έχουν σημείο αναφοράς την Τουρκία, οι Παραλλαγές σε ένα λαϊκό τραγούδι της Ανατολίας (C. Domeniconi), η Σουίτα Koyunbaba (C. Domeniconi) και το Παραμύθι της ερήμου (S. Yilmaz). Το γεγονός εκπλήσσει όχι μόνο επειδή μόνον ο ένας από τους τρεις συνθέτες είναι Τούρκος, αλλά και επειδή ο εκτελεστής τυχαίνει να είναι Έλληνας. Το πρώτο που θα σκεφτεί κανείς είναι ότι όλα αυτά είναι σημεία των καιρών: στην παγκοσμιοποιημένη εποχή που ζούμε, στην εποχή της τεχνολογίας, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και του διαδικτύου, όπου πρόσβαση στη μουσική όλων των λαών του κόσμου μπορεί να έχει ο καθένας, τι πιο φυσικό για έναν Ιταλό συνθέτη να αξιοποιεί τη λαϊκή μουσική οποιουδήποτε λαού, μεταξύ αυτών και του τουρκικού και τι πιο φυσικό για έναν Έλληνα εκτελεστή να εκτελεί τη μουσική συνθετών κάθε εθνικότητας, συμπεριλαμβανομένης της τουρκικής; Δεν παρήλθαν άλλωστε οι εποχές του μουσικού εθνικισμού, όπου συνθέτες σαν τον Μανώλη Καλομοίρη (1883-1962), για παράδειγμα, πίστευαν ότι μόνον ο Ρώσος μπορεί να γράψει αυθεντική ρωσική μουσική, μόνον ο Έλληνας ελληνική και μόνον ο Τούρκος τουρκική; Δεν ζούμε σε μια εποχή όπου ο εθνικισμός κατέρρευσε, μετά τους δύο τραγικούς παγκόσμιους πολέμους, μπροστά στον διεθνισμό, τον κοσμοπολιτισμό και τον πολιτισμικό πλουραλισμό; Και, σε τελική ανάλυση, δεν ζούμε μέσα σε αυτό που ο Γάλλος στοχαστής Jean-Francois Lyotard ονόμασε “μεταμοντέρνα κατάσταση”, όπου όλες οι “μεγάλες αφηγήσεις”, μεταξύ αυτών και εκείνη της εθνικής αυθεντικότητας πήγαν περίπατο;
Στην πραγματικότητα αυτό που γίνεται σήμερα, σε σχέση με τη μουσική τουλάχιστον, είναι πολύ πιο παλιό απ' όσο νομίζουν όσοι αναρωτιούνται τα παραπάνω. Έντεχνη μουσική βασισμένη στη λαϊκή μουσική άλλων λαών έγραφαν οι συνθέτες εδώ και πάνω από διακόσια χρόνια, με έναν τρόπο που διαψεύδει τους ριζοσπαστικούς εθνικιστές. Πόσοι συνθέτες των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, μεταξύ αυτών και ο Beethoven, δεν έγραφαν παραλλαγές πάνω σε σκωτσέζικα λαϊκά τραγούδια, για παράδειγμα, ή δεν ενσωμάτωναν λαϊκές μελωδίες από τη Ρωσία και άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης στις σοβαρές συνθέσεις τους; Δεν ήταν ο Ρώσος Mikhail Glinka που συνέθεσε τις Νύχτες της Μαδρίτης και τη Jota Aragonesa, έργα πρότυπα της ισπανικής εθνικής σχολής, έχοντας προηγουμένως μελετήσει τη λαϊκή μουσική της Ισπανίας; Δεν ήταν ο Tchaikovsky που έγραψε το Ιταλικό Καπρίτσιο και ο Rimsky-Korsakov το Ισπανικό Καπρίτσιο; Δεν ήταν ο Ούγγρος Béla Bartók που συνέθεσε τους περίφημους Ρουμανικούς Χορούς και άλλες συνθέσεις που αξιοποιούν μουσικολογική έρευνα γειτονικών λαών; Σε τελική ανάλυση, αν ισχύει το δόγμα των εθνικιστών ότι ένας λαός καταλαβαίνει πραγματικά μόνο τη δική του μουσική, πως εξηγούνται οι επιδράσεις που φέρνει στο φως η έρευνα μεταξύ της μουσικής διαφορετικών λαών σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας; Τι δεν κατανοούσαν οι λαοί στη μουσική άλλων λαών που δεν μπορούσαν να ενσωματώσουν στη δική τους; Για να καταλάβουμε τις επιλογές συνθετών όπως ο Dyens και ο Domeniconi, αλλά και την επιλογή του Γιάννη Ανδρόνογλου να τους ερμηνεύσει, πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο εθνικισμός είναι ιδεολογία και όπως κάθε ιδεολογία πρέπει πρώτα να στρεβλώσει την πραγματικότητα για να την προσαρμόσει στα μέτρα του. Πρέπει εν προκειμένω να διαψεύσει το προφανές γεγονός ότι καμία μουσική δεν είναι τόσο αδιάφανη και απροσπέλαστη ώστε να μη μπορεί να γίνει μέρος όχι μόνο της κατανόησης αλλά και του βιώματος οποιουδήποτε ανθρώπου ανεξαρτήτως εθνικότητας. Και αυτό είναι κάτι που ο Γιάννης Ανδρόνογλου το υπερασπίζεται τόσο στη μουσική του πράξη, όσο και στην επιστημονική του έρευνα.
Δεν θα επιμείνω στο ζήτημα, άλλωστε την απάντηση στους εθνικιστές την έχει δώσει η ίδια η πραγματικότητα. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την κιθάρα, δεν υπάρχει σήμερα εκτελεστής οποιασδήποτε εθνικότητας που να μην έχει ενσωματώσει στο ρεπερτόριό του την εθνικά χρωματισμένη μουσική των Ισπανών Francisco Tárrega, Isaac Albéniz, Enrique Granados, Manuel de Falla, Joaquin Turina, Federico Moreno Tórroba και Federico Mompou, του Βενεζουελανού Antonio Lauro, του Παραγουανού Agustin Barrios και του Βραζιλιάνου Heitor Villa-Lobos, του Μεξικανού Manuel Ponce, των Αργεντινών Astor Piazzolla και Jorge Morel, του Κουβανού Leo Brouwer. Το ζήτημα εδώ δεν είναι αν ο χώρος της κιθάρας είναι διεθνιστικός και πλουραλιστικός, αλλά ότι είναι υπερβολικά διεθνιστικός και πλουραλιστικός, με την έννοια ότι η φολκλοριστική και ευρύτερα νεορομαντική μουσική καταλαμβάνει στο ρεπερτόριο της κιθάρας ασύγκριτα μεγαλύτερο μέρος απ' ότι στο ρεπερτόριο οποιουδήποτε άλλου οργάνου. Στο ρεπερτόριο του πιάνου, για παράδειγμα, η μουσική που συνεισέφεραν οι περισσότεροι από τους παραπάνω συνθέτες, μολονότι αξιόλογη, αντιπροσωπεύεται ελάχιστα στις συναυλίες και τις περισσότερες φορές από πιανίστες που έχουν κοινό τόπο καταγωγής με τους συνθέτες. Αναφέρω ενδεικτικά την περίπτωση της Βραζιλιάνας Cristina Ortiz, υποδειγματικής ερμηνεύτριας του Villa-Lobos ή της ειδικευμένης στην πιανιστική μουσική της πατρίδας της Ισπανίδας Alicia de Larrocha. Γιατί λοιπόν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος τους ρεπερτορίου της κιθάρας είναι τόσο πλουραλιστικό, τόσο φολκλοριστικό, τόσο νεορομαντικό, τόσο μεταμοντέρνο, αν θέλετε; Προτού επιχειρήσω μιαν απάντηση, επιτρέψτε μου να ξεκαθαρίσω ότι το ερώτημα δεν τίθεται με υποτιμητική πρόθεση.
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η κιθάρα είναι ένα όργανο με πολλά πλεονεκτήματα αλλά με ένα μεγάλο μειονέκτημα. Στα πλεονεκτήματα της κιθάρας συγκαταλέγονται ότι είναι όργανο πολυφωνικό, ότι έχει ασύγκριτο σε σχέση με άλλα πολυφωνικά όργανα πλούτο ηχοχρωματικών δυνατοτήτων και ότι είναι όργανο που μεταφέρεται εύκολα. Το μεγάλο μειονέκτημα της κιθάρας όμως, όπως γνωρίζουμε πολύ καλά οι κιθαριστές, είναι η σχετικά μικρή ένταση του ήχου της, ο μικρός ηχητικός της όγκος, κάτι που ίσχυε ακόμη περισσότερο στα παλαιότερα όργανα, εκείνα του 18ου και 19ου αιώνα, όταν δηλαδή διαμορφωνόταν το “κλασικό” ρεπερτόριο των μεγάλων συνθετών που απευθυνόταν στα πολυπληθή ακροατήρια των μεγάλων αιθουσών συναυλιών. Επιπροσθέτως, η κιθάρα είναι μεν πολυφωνικό όργανο και ως τέτοιο μπορεί να κάνει πολλά πράγματα, δεν μπορεί όμως να κάνει τα πάντα. Ένα από τα σημαντικά εμπόδια στη σύνθεση μουσικής για κιθάρα είναι ακριβώς ότι πρέπει κανείς να γνωρίζει πολύ καλά τι μπορεί και τι δεν μπορεί να εκτελεστεί σε αυτήν. Ο μικρός ηχητικός όγκος από κοινού με τους τεχνικούς περιορισμούς εξηγούν σε μεγάλο βαθμό γιατί από το ρεπερτόριο της κιθάρας απουσιάζει ο Mozart, ο Haydn και ο Beethoven, ο Schubert, ο Schumann και ο Brahms (δεν αναφέρομαι στον Chopin αφού αυτός έτσι κι αλλιώς έγραφε μόνο για πιάνο). Με άλλα λόγια, όταν μεγάλοι εκτελεστές όπως ο Segovia έφεραν την κιθάρα στις μεγάλες αίθουσες συναυλιών δεν υπήρχε κανένα έργο μεγάλου συνθέτη στο ρεπερτόριό της. Οι μεταγραφές της μουσικής για λαούτο και βιολί του Bach εν μέρει μόνο έλυσαν το πρόβλημα. Ακόμα και γνωστοί συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως οι Βρετανοί Benjamin Britten και Michael Tippett, ο Γερμανός Hans Werner Henze, o Αργεντινός Alberto Ginastera ή ο Ιταλός Luciano Berio συνέθεσαν για κιθάρα στο περιθώριο του έργου τους αφήνοντας μία με δύο συνθέσεις ο καθένας. Όσο για τους μεγάλους συνθέτες του 20ού αιώνα, τον Schönberg και τους μαθητές του, τον Hindemith, τον Shostakovich και τον Prokofiev ή τον Olivier Messiaen και τον György Ligeti ούτε λόγος να γίνεται: για σόλο κιθάρα δεν άφησαν απολύτως τίποτα.
Το κενό κάλυψαν εν μέρει λιγότερο γνωστοί πλην όμως τεχνικά άρτιοι συνθέτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων έγραψαν για περίφημους κιθαριστές όπως ο Andrés Segovia, ο Julian Bream και ο John Williams. Αναφέρω ενδεικτικά τους Βρετανούς William Walton, Lennox Berkeley, Stephen Dogdson και Reginald Smith Brindle, τους Αμερικανούς Elliott Carter, Milton Babbitt και Lucas Foss, τους Γάλλους Albert Roussel, Germaine Tailleferre, Darius Milhaud και André Jolivet, τον Ελβετό Frank Martin, τον Πολωνό Alexander Tansman και τον Ιάπωνα Tōru Takemitsu. Παρότι συνέβαλλαν αποφασιστικά στη διεύρυνση του κιθαριστικού ρεπερτορίου, συνθέτες σαν τους παραπάνω έχουν ένα μειονέκτημα: γράφουν μουσική του μοντερνισμού, άλλοτε του πιο μετριασμένου, άλλοτε του πιο ριζοσπαστικού, μουσική ως επί το πλείστον ατονική και σύνθετη που σε κάθε περίπτωση απευθύνεται σε ένα μικρό ακροατήριο. Πόσοι από εμάς τους κιθαριστές έχουμε εντάξει σε μόνιμη βάση έστω και ένα έργο των συνθετών που αναφέρθηκαν; Αν το κάναμε συστηματικά, το πιο πιθανό θα περιορίζαμε ακόμη περισσότερο το συγκριτικά μικρό ακροατήριο του υπέροχου οργάνου μας. Τι μένει λοιπόν να κάνουμε; Μα φυσικά να συνθέσουμε οι ίδιοι μουσική για κιθάρα. Η σύνθεση μουσικής για κιθάρα από τους ίδιους τους κιθαριστές δεν είναι φυσικά κάτι καινούργιο, αλλά συνοδεύει το όργανο από τις απαρχές της ιστορίας του. Αρκεί να σκεφτούμε: Filippo Gragnani, Ferdinando Carulli, Fernando Sor, Mauro Giuliani, Dionisio Aguado, Matteo Carcassi, Napoléon Coste, Giulio Regondi, Francisco Tárrega, Miguel Llobet, Julio Salvador Sagreras, Agustín Barrios και πάει λέγοντας.
Αλλά και στις μέρες μας ο σημαντικότερος όγκος του κιθαριστικού ρεπερτορίου προέρχεται από κιθαριστές. Ενδεικτικά αναφέρω: Jorge Morel, Leo Brouwer, Turibio Santos, Angelo Gilardino, Ernesto Cordero, Carlo Domeniconi, Jorge Cardoso, Roland Dyens, Dušan Bogdanović, Nikita Koshkin, József Eötvös και Benjamin Dwyer, μεταξύ πολλών άλλων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους δικούς μας Δημήτρη Φάμπα, Νότη Μαυρουδή και Κυριάκο Τζωρτζινάκη (συγχωρέστε με για αυτά τα λίγα ονόματα). Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κιθαριστές συνθέτες γράφουν μουσική που όχι μόνο ανταποκρίνεται στις τεχνικές δυνατότητες της κιθάρας, αλλά και στις αντιληπτικές δυνατότητες του ακροατηρίου της, με άλλα λόγια μουσική ως επί το πλείστον τονική, μελωδική και σε μικρές φόρμες, αν όχι πάντοτε απλοϊκή. Τέτοια είναι η φύση της κατάστασης: οι μουσικοί που γράφουν για το όργανό τους, και φυσικά όχι μόνο οι κιθαριστές, δεν επιβαρύνονται με την έγνοια των κατ' επάγγελμα συνθετών να προσπαθούν να ανταγωνιστούν τους ομοτέχνους τους ως προς την καινοτομία και την πολυπλοκότητα. Οι μουσικοί που γράφουν για το όργανό τους γράφουν συνήθως για να αναδείξουν τις αισθητικές τους ευαισθησίες και τις τεχνικές τους ικανότητες και όχι για να παρουσιάσουν έργα καινοτόμα, σύνθετα και απαιτητικά. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στην περίπτωση της κιθάρας τα πιο καινοτόμα, σύνθετα και από μουσική άποψη απαιτητικά έργα προέρχονται από συνθέτες μη κιθαριστές. Αρκεί να σκεφτούμε τις Παραλλαγές στο Folia de Espagna του Ponce, το Nocturnal του Britten, τη Σονάτα του Ginastera, το Blue Guitar του Tippett και σίγουρα το Royal Winter Music του Henze (εξαιρώ, φυσικά, τα κοντσέρτα για κιθάρα και ορχήστρα).
Όλα τα έργα του νέου δίσκου του Γιάννη Ανδρόνογλου είναι γραμμένα από κιθαριστές, με γνώση του οργάνου και των δυνατοτήτων του, χωρίς ωστόσο τη φιλοδοξία και το άγχος του ανταγωνισμού με τους κατ' αποκλειστικότητα συνθέτες σε ζητήματα καινοτομίας και πολυπλοκότητας. Το ότι η μουσική αυτή είναι συνθετικά απλή και ακροαματικά προσιτή δε σημαίνει ότι είναι και ερμηνευτικά απλή. Τουναντίον, αποτελεί πρόκληση για τον ερμηνευτή να ζωντανέψει μια μουσική που είναι φτιαγμένη όχι για να εντυπωσιάζει τους ειδήμονες, αλλά για να αγγίζει τις καρδιές. Και σε αυτήν την πρόκληση ο Γιάννης Ανδρόνογλου ανταποκρίνεται με απόλυτη επιτυχία.
Ο Μάρκος Τσέτσος


*Ο Μάρκος Τσέτσος είναι Καθηγητής
Αισθητικής της Μουσικής 
στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών 
του Εθνικού και Καποδιστριακού
Πανεπιστημίου Αθηνών

Share on Google Plus

    Blogger Comment
    Facebook Comment

0 comments:

Δημοσίευση σχολίου

Μη διστάσετε να προσθέσετε σχόλια στο δημοσίευμα που σας ενδιαφέρει.

Η εφημερίδα karatzova.com ενθαρρύνει τη δημόσια έκφραση των αναγνωστών της εφόσον τηρούνται οι βασικοί κανόνες δημοσιότητας που ορίζουν οι ελληνικοί νόμοι. Τα σχόλια εκφράζουν αποκλειστικά τον εκάστοτε σχολιαστή.